Ράθυμες Ώρες στο πλαίσιο μιας συνολικής αναφοράς στο ποιητικό και πνευματικό του έργο*
Φίλιππου Νικολόπουλου
Αν/τη Καθηγητή Κοινωνιολογίας
Παν/μίου Ινδιανάπολης-συγγραφέα
Σήμερα όχι μόνο είναι μια μεγάλη τιμή και χαρά για μένα να
παρουσιάσω την τελευταία συλλογή Ράθυμες
Ώρες του κορυφαίου Έλληνα –και ιδιαίτερα Αρκάδα – ποιητή και φίλου Ηλία
Σιμόπουλου, αλλά και μια ευκαιρία – για την οποία τον ευχαριστώ βαθύτατα – ν’ αναφερθώ (μέσω της ανάδειξης του
ποιητικού του μηνύματος) στο σθένος, την τιμιότητα, τη δικαιοσύνη και την αντίσταση
της Ποίησης. Γιατί μπροστά στην πολιτιστική κατρακύλα, την υποβάθμιση των
ηθικών και πνευματικών αξιών και την κοινωνική μιζέρια στην οποία μας οδηγούν
οι κύκλοι της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας σε πλανητικό επίπεδο, στο όνομα
του νεοφιλελεύθερισμού και του «φονταμεταλισμού» της αγοράς, το όραμα της αντιστεκόμενης ποίησης είναι
μια μεγάλη ελπίδα για όσους δεν αποδέχονται το πνεύμα του «Το Ξεπουλήματος», που δίνεται τόσο
εκφραστικά και χαρακτηριστικά απ’ τον
μεγάλο ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ στο ομώνυμο ποίημά του.Είναι πραγματι μια μεγάλη
ελπίδα για όσους κυριολεκτικά σφιχταγκαλιάζουν το αισιόδοξο μαχητικό νόημα του
ποιήματος του κορυφαίου ποιητή, που σήμερα τιμούμε, με τίτλο «Ο Αγώνας» (απ’ τις Ράθυμες Ώρες):
«Αγώνας είναι
η ζωή
ενάντια
στις σφραγισμένες πόρτες
στην
ανέλπιδη αναμονή
στο χέρι
που
σφίγγει το χέρι που λείπει.
Αγώνας
είναι πάντα η ζωή
ενάντια
στο φόβο
στους
δημαγωγούς
στους κλέφτες
στη μονόφθαλμη
δικαιοσύνη
στους θανάτους
απ’ την πείνα
και στους
άδειους λόγους των πολιτικών.
Αγώνας
είναι η ζωή.
Ώσπου μια
μέρα η οργή
να γίνει
ποταμός
και στην
ορμή του επάνω
να την
καθαρίσει από τους
ρύπους της
όπως ο
Αλφειός την κόπρο του Αυγεία».
Με την Ηλία
Σιμόπουλο μας συνδέει μία μακροχρόνια διαδρομή φιλίας, συνεργασίας και αλληλοεκτίμησης. Ήδη απ’ τα φοιτητικά μου
χρόνια έγινα μέλος του Συνδέσμού Ελλήνων Λογοτεχνών με την δική του υπογραφή. Ακόμη δεν θα ήταν υπερβολή, αν
έλεγα ότι πέρα απ’ ο,τιδήποτε άλλο υπήρξε και μέντοράς μου στην ποιητική γραφή.
Άλλο κοινό μας σημείο αποτελεί το γεγονός ότι ο Η.Σ.
υπήρξε και αυτός νομικός (όπως και ο αείμνηστος διακεκριμένος συνάδελφος και
φίλος που διετέλεσε Γεν. Γραμματέας του Συνδυασμού Ελλήνων Λογοτεχνών και της
Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Πάνος Παναγιωτούνης). Ακόμη υπήρξε και αρθρογράφος
σε εφημερίδες (ας αναφερθεί ότι απ’ τις πρώτες εφημερίδες στις οποίες έγραφε,
ως δημοσιογράφος, στην δεκαετία του 1930, ήταν ο «Νέος Κόσμος», διακεκριμένη
και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα, που ίδρυσε ο θείος μου Αντώνης Νικολόπουλος
και βρισκόταν μαχητικά παρά το πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου στην παραπάνω δεκαετία ).
Ο τιμώμενος ποιητής δεν υπήρξε ποτέ ο απομονωμένος
μέσα στο «γυάλινο πύργο του» τεχνίτης του ποιητικού λόγου. Ήδη απ’ τα νεανικά
του χρόνια έδωσε το «παρών» στις τότε αριστερές και προοδευτικές κινητοποιήσεις
με συγκεκριμένη δράση. Στο διάστημα 1934-1936 υπήρξε Γραμματέας της
Καλλιτεχνικής Επιτροπής στην «Ενωτική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδας»,
όπου μέλη της ήταν οι κορυφαίοι λογοτέχνες μας Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος,
Μενέλαος Λουντέμης, κ.ά., και σκηνοθέτης στο εργατικό της θέατρο. Ο αδικημένος εργάτης υπήρξε πηγή
έμπνευσης για τον ποιητή και του προσδιόρισε καθήκοντα, που εκφραζόντουσαν όχι
μόνο στον ποιητικό λόγο του αλλά και στη συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική
του δράση για την οποία πλήρωσε τίμημα βαρύ –αυτός και η όλη του η οικογένεια-
στα είκοσι χρόνια που επακολούθησαν μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Ι.
Μεταξά.
Το 1936 είχε έτοιμη την ποιητική του συλλογή Εναγώνια στο τυπογραφείο και η
λογοκρισία τη σταμάτησε. Αργότερα συνελήφθη απ’ την Ασφάλεια και βασανίστηκε. Τα χειρόγραφά του
κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν, όπως κι ολόκληρο το αρχείο του. Οι διώξεις
είχαν αρχίσει.
Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1940 ως απλός στρατιώτης
κι αργότερα στην Αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών. Το 1946 τόλμησε να
κυκλοφορήσει την πρώτη ποιητική του συλλογή, αλλά αμέσως μετά λόγω του εμφυλίου
πολέμου και της «μονοκρατορίας» της Δεξιάς, που χαρακτηριζόταν από έντονη
μισαλλοδοξία και αδιαπραγμάτευτη αυταρχικότητα απέναντι σ’ όσους «δεν συνεμορφούντο
προς τας υποδείξεις», αναγκάστηκε να δώσει προτεραιότητα στον αγώνα της
επιβίωσης και την καθημερινή βιοπάλη κι έτσι ανέστειλε τη λογοτεχνική του
δραστηριότητα και τις δημοσιεύσεις του.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτά τα δύσκολα και
επώδυνα χρόνια, χρόνια διώξεων, φόβου και αγωνίας για την επόμενη μέρα, ήταν
χαμένος χρόνος για τον ποιητή. Ωστόσο εγώ δε θα συμφωνούσα μ’ αυτή την άποψη.
Όχι Ηλία μου, αυτά τα χρόνια δεν ήταν
ακριβώς χαμένα. Χρόνια πόνου και θλίψης για όσους απεφάσισαν να σταθούν στην πλευρά του αγώνα για
κοινωνική δικαιοσύνη και λευτεριά και υπέφεραν γι’ αυτό δεν είναι χαμένα. Εγγράφονται ως σοβαρή παρακαταθήκη
στο θετικό ενεργητικό της προσωπικότητας και της δράσης όσων είπαν το «Μεγάλο Όχι»
(αναφορά στο γνωστό ποίημα του Κ. Καβάφη) και όσων είπαν το μεγάλο «Ναι» στο
«Φυλάττειν Θερμοπύλας».
Εγγράφονται στο δυναμικό της συλλογικής ιστορικής μνήμης του κόσμου που αντιτάσσεται στην αδικία
και στην τυραννία. Αποτελούν πολύτιμη συνεισφορά στο μακρόχρονο αγώνα των
δυνάμεων του φωτός ενάντια στις δυνάμεις της ιδιοτέλειας, της ατομικιστικής
απληστίας, της άδικης καταπίεσης και της ανελευθερίας. Όπως και οι αγώνες, τα μαρτύρια και οι θυσίες όλων
εκείνων των χιλιάδων ανθρώπων της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης, εκείνους
τους χαλεπούς καιρούς, δεν πήγαν χαμένοι και χαμένες. Αποτελούν ακριβώς το μεγάλο, το αμετακίνητο, το αμετάκλητο
υπόβαθρο αυτής της αντιστεκόμενης μνήμης, για την οποία μίλησα παραπάνω.
..Κι εσύ Ηλία, είσαι εκεί μαζί τους,πυρφόρος ποιητής, να φωτίζεις, να
εμψυχώνεις, ν’ αναμοχλεύεις, να ενδυναμώνεις, να εμπνέεις, φάρος πνευματικός,
φάρος καθοδηγητικός.
Κι όταν καταθέτεις τους αγωνιστικούς στίχους σου:
«-Άραγε θα ’ρθει σύντομα η ώρα που των σκλάβων η
οργή θα γίνει ξίφος
και θα κόψει
τ’ αδηφάγο χέρι... των μεγαλέμπορων
που λυμαίνονται τα ιερά μας και τα όσια» (Ράθυμες Ώρες)
έχεις το
προνόμιο να λες ότι καταθέτεις μαζί κι αυτά τα προσωπικά πικρά βιώματα του
πόνου και του κατατρεγμού εκείνων των χαλεπών καιρών. Για κάποιες ιδέες, για
κάποιες αρχές!
Κι αυτή η συλλογική μνήμη, αυτό το βαρύ αμετακίνητο
ιστορικό υπόβαθρο έρχεται κάποια στιγμή και γίνεται «ποταμός και στην ορμή του επάνω καθαρίζει τους ρύπους της ζωής...», (όπως
λες και στο ξεχωριστό ποίημά σου «Αγώνας»,
που αναφέραμε πιο πάνω).
Το 1958 ο ποιητής δημοσιεύει τη συλλογή του
«Αρκαδική Ραψωδία», εμπνευσμένη
απ’ τον αντιστασιακό αγωνιστή Πολύβιο Ισαριώτη, που ήταν από χρόνια
έτοιμη. Στη συνέχεια ακολούθησε και η δημοσίευση άλλων συλλογών. Το
δημοσιευμένο έργο του πολλαπλασιάζεται και βαθμιαία αναδεικνύεται. Μεταφράζεται
σε πολλές γλώσσες (Γαλλικά, Ιταλικά, Βουλγαρικά, Τσεχοσλοβακικά, Αγγλικά,
Ρωσικά, Ισπανικά, Πορτογαλικά, Αραβικά, Ινδικά κ.ά). Γίνεται μέλος των γνωστών
λογοτεχνικών σωματείων κι αργότερα Γεν.
Γραμματέας και Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών. Μετά τη
συγχώνευση του Συνδέσμου με την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών δραστηριοποιήθηκε
στους κόλπους της τελευταίας και έγινε πρόεδρος
της για δύο διετίες μέχρι το 1989. Έχει διατελέσει μέλος της Κρατικής
Επιτροπής για τη Συνταξιοδότηση των Λογοτεχνών, της Επιτροπής για τη Βράβευση
Θεατρικών Έργων, πρόεδρος της Επιτροπής για την Απονομή των Κρατικών
Λογοτεχνικών Βραβείων και μέλος άλλων κρατικών Επιτροπών, που σχετιζόντουσαν με
τέχνη και λογοτεχνία.
Το πνευματικό έργο και η συνολική πνευματική
παρουσία του τιμώμενου ποιητή είναι
πολυσχιδής. Το ποιητικό του έργο ξεχωρίζει
όχι μόνο σε ποιότητα, αλλά και σε
ποσότητα. Δημοσιευμένες πάνω από 20 ποιητικές συλλογές, που έχουν εκδοθεί
σε τρεις τόμους (Χαιρετισμός στον Πρώτο
Ήλιο (1948), Αρκαδική Ραψωδία (1958),
Έκτη Εντολή (1959), Το Μεγάλο Ποτάμι (1964), Τεκμήρια(1968),
Εναγώνια (1974), Το Μακρινό Ταξείδι (1990), κ.ά. Οι Ράθυμες Ώρες είναι η τελευταία ποιητική του δουλειά. Παράλληλα έχει
συγγράψει αρκετές μελέτες για πολλούς γνωστούς Έλληνες ποιητές και λογοτέχνες,
στις οποίες διακρίνει κανείς το βάθος της ανάλυσής του και τη διεισδυτικότητά
του στον πλούτο της ιστορίας της Ελληνικής λογοτεχνίας (Επαφές και προσεγγίσεις Ι και ΙΙ).
Πέρα από αυτά ο Η.Σ. ανέκαθεν διακρινόταν για την τέχνη του προφορικού του λόγου,
γι’ αυτό και σημαντικό μέρος της
πνευματικής του αποστολής αποτελείτο από διαλέξεις όχι μόνο σε λογοτεχνικά
θέματα αλλά και σε θέματα ευρύτερου πολιτιστικού και κοινωνικού περιεχομένου.
Επίσης μέρος της διεθνούς πνευματικής του παρουσίας ήταν η συμμετοχή του σε πολλά
συνέδρια, όπου ο μεστός πνευματικός του λόγος και το ευρύτερο ποιητικό του
μήνυμα εκπροσωπούσε επάξια την ελληνική
διανόηση. Ήταν και είναι μαχόμενος
λογοτέχνης, που με το λόγο και την γραφίδα του αγκάλιαζε και τοποθετείτο απέναντι στα προβλήματα του κόσμου υπογραμμίζοντας πάντα, τον τελευταίο καιρό,
την αξιακή κατάπτωση των ημερών μας και την ανάγκη αντίστασης ενάντια στις
χυδαίες υλιστικές αντιλήψεις, που επικρατούν στο Δυτικό κόσμο της
συσσώρευσης υλικών αγαθών, των τεχνολογικών εφευρέσεων και της άκρατης
καταναλωτικής τάσης απότοκης των μηχανισμών διατήρησης και αναπαραγωγής του
παγκοσμιοποιημένου πια καπιταλιστικού συστήματος. Όπως χαρακτηριστικά γράφει
στο ποίημα του «Γράφω για όλους» (Ράθυμες
Ώρες): «Γράφω για σας. Γράφω για όλους. Γι’ αυτούς που φύγαν, γι’ αυτούς
που θα ’ρθουν...).
Για το ποιητικό έργο του Η.Σ. θα μπορούσε κανείς να
μιλά για ώρες. Η ανάλυση του ποιητικού του μηνύματος έχει πολλές διαστάσεις.
Έχει διάσταση έντονα αγωνιστική και
κοινωνική, διάσταση πατριωτική,
βιωματική (με τονισμένο το στοιχείο της μνήμης της γενέθλιας Αρκαδικής
δηλ.), στοχαστική, ακόμη και προφητική.
~~~~~~~
Ωστόσο ο περιορισμός του χρόνου δεν μας επιτρέπει ν’
αναφερθούμε στο σύνολο του έργου του, όσο θα θέλαμε. Γι’ αυτό και περνάμε στο
δεύτερο μέρος της σημερινής ομιλίας μας, δηλαδή στην αναλυτική παρουσίαση της
τελευταίας ποιητικής του δουλειάς Ράθυμες
Ώρες, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της σημερινής τιμητικής εκδήλωσης
υπέρ του προσώπου του.
Διαβάζοντας τις Ράθυμες Ώρες ανενδοίαστα μπορείς να πεις ότι χαίρεσαι συμπύκνωση ποιητικής γραφής και εξαιρετικά μεστό ποιητικό συμβολισμό.
Πρόκειται για μια πυκνότητα ποιητικού λόγου και ένα συμβολισμό άμεσα
συνδεδεμένο με μία ασταμάτητα ανοδική πορεία πνευματικής ωρίμανσης, με
κατεύθυνση πάντα τις κορφές της σοφίας και με στροφέα την καταξίωση της ίδιας
της ζωής. Στίχοι λιτοί αλλά γεμάτοι, βαθείς, ισοδύναμοι, με μακρινές
διαδρομές αποκαλυπτικής σκέψης:
«...Η Ζωή είναι μεγάλη, δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε
τις μνήμες της. Μόνον οι κραυγές των ποιητών φτάνουνε σαν αύρες» (απ’ το ποίημα
Οι Κραυγές των Ποιητών”). Στίχοι
απέριττοι και βαθιά φιλοσοφημένοι,
που θυμίζουν αυτή τη στοχαστική διάθεση, που παρουσιάζεται και σ’ ορισμένα ποιήματα
του Κ. Καβάφη (αυτή τη «κλίση του προς το Σύμπαν», όπως έχει λεχθεί για το
μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή).
«...Έζησες λάθρα
με το φόβο του θανάτου
ή μαχητής
με τη σοφία
του ευ ζην»
(απ’ το ποίημα “Το
Δώρο της Ζωής”)
Στίχοι αντάξιοι του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Μιλώντας για ποιητικό λόγο αρκετές φορές έχω
υπογραμμίσει ότι μέσα στα βασικά καταστατικά στοιχεία του βρίσκεται η λέξη, η ποιότητά της , το
συμβολικό βάθος της, η πυκνότητά της, το
«ανοίκειο» της λέξης ή η νέα «ανοίκεια» σημασία της ( ανάλογα με το πώς την
τοποθετείς μέσα στο οικοδόμημα των στίχων σου ) η «ανάταση» της λέξης ή ακόμη
και η «εξαΰλωσή» της. Υπάρχουν λέξεις – «πελάγη», λέξεις – «βουνά», λέξεις – «μαχαίρια», λέξεις
– «ανοίγματα ουρανών», λέξεις που «πυροβολούν», λέξεις που «πονούν», λέξεις που
«ανασταίνουν» (σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να θυμηθούμε και τις γλωσσοκεντρικές απόψεις του αείμνηστου
φίλου λογοτέχνη και θεωρητικού της ποίησης Ανδρέα Παγουλάτου). Κι η λέξη
βεβαιώνει τη σημαντικότητά της όχι στην απόλυτη εκφορά της, αλλά στη σχέση της με τα άλλα σημεία του ποιητικού
λόγου, δηλαδή σε σχέση με το πώς και ύ τοποθετείται μέσα στο σύνολο του λεκτικού ποιητικού
οικοδομήματος και στις επιμέρους γωνιές του (σ’ αυτό το σημείο σκόπιμο
είναι να θυμηθούμε τις στρουκτουραλιστικές απόψεις του γλωσσολόγου Saussure σχετικά με τη γλώσσα
ως σύστημα συμβόλων).
Κατ’ εξοχήν, λοιπόν, στην ποιητική γραφή των Ράθυμων Ωρών παρατηρείς το πόσο εύστοχα
επιλέγεται και τοποθετείται η «λέξη» κι αναδεικνύει τις διαστάσεις της σημασίας
της, όχι μόνο με την απόλυτη βαρύτητα του κυριολεκτικού νοήματός της, αλλά
κυρίως στη «σχεσιολογία» της με το σύνολο των στίχων και την υποβλητική
διαπλοκή των ποιητικών εικόνων (κι έτσι η «οικία» λέξη μεταβάλλεται – μεταμορφώνεται
θα ’λεγε κανείς – σε «ανοίκεια» ή εμπλουτίζει εξαιρετικά το νόημά της). Κι αυτό
ο ποιητής μπορεί να το πετυχαίνει όχι αναγκαστικά με περίσσεια ή πολυπλοκότητα
λόγου, αλλά μέσα στο πλαίσιο σχημάτων έλλειψης και αφαίρεσης, πράγμα που απαιτεί
ακόμη περισσότερη τέχνη.
«Πατρώα γη...
Μετρώ με δέος τα υπέρ και τα κατά...
Είν’ όμορφη η ζωή!
Για να εισβάλλει ανοίγουν παράθυρα.
Ένα παράθυρο
είναι η ποίηση»
(Απ’ το ποίημα «Πατρώα
Γη»)
«Όμως αγέραστη καρδιά
σα βάρκα του Οδυσσέα λάμνει ακάθεκτη...»
(Απ’ το ποίημα «Εδώ»)
«...Χαίρω γι’ αυτά που τόλμησα.
Οι πράξεις
που δεν έκαναν με καίνε)
(Απ’ το ποίημα «Σύμπαν»)
«...Παιχνίδι όμορφο
παιγμένο με πολλές ατέλειες η ζωή»
(Απ’ το ποίημα «Ζωή»)
«...Τα ίδια ερωτήματα που με βασάνιζαν μικρό παιδί,
μένουν και σήμερα το ίδιο αναπάντητα...
Άραγε θα μπορέσει κάποιος κάποτε να μας αποκαλύψει
το ανείπωτο;»
(Απ’ το ποίημα «Το
Ανείπωτο»)
«...Όμως ατίθασες σε λέξεις
φρούριο απόρθητο
ματαίωναν την κάθε μου προσπάθεια
και ικετεύω τη συγγνώμη σας τις φοβερές
πληγές ν αντέξω του ποιήματος»
(Απ’ το ποίημα «Πληγές
του Ποιήματος»)
Κι εδώ σ’ αυτούς τους τελευταίους πυκνούς στίχους
συναντιέσαι με την κορύφωση του
πνευματικού μόχθου για την ποιητική δημιουργία μέσω της ορθής επιλογής των
λέξεων. Ο ποιητής όσο μοχθεί και ματώνει
για ” ν’ ανοίξει τα παράθυρα της ποίησης» μέσω του κρυφού μεγαλείου της λέξης,
τόσο συνειδητοποιεί την ατέλειά του, ακριβώς γιατί τα κριτήρια της τέχνης του
στέκονται πολύ υψηλά! Ακριβώς μέσ’ απ’ τον πόνο, την αγωνία, το «καμίνι» της
έντασης, όπου παλεύει να συνταιριάξει «το ανείπωτο της ποίησης» με την
«πεπερασμένη μορφή των λέξεων» και να ξεπεράσει τις ατέλειές τους και τα μεταξύ
τους χάσματα, αντιλαμβάνεσαι τα αυστηρά κριτήρια της τέχνης του ποιητή!
Δίκαια, λοιπόν, διατυπώνουμε την άποψη ότι αρκετοί
απ’ τους στίχους του Η.Σ. είναι αντάξιοι του μεγάλου Αλεξανδρινού (Ακόμη σ’
αυτό το σημείο δικαιούμαστε να θυμηθούμε και τον εθνικό μας ποιητή Δ. Σολωμό,
που «καιγόταν» κυριολεκτικά μέσα στην αγωνιώδη προσπάθειά του για όλο και
περισσότερη «άρτια» και «πυκνή» ποιητική έκφραση, προσπάθεια που, ως γνωστόν,
κορυφώθηκε στους Ελεύθερους
Πολιορκημένους).
Στις Ράθυμες
Ώρες (που περιέχουν βέβαια και ποιήματα που έχουν επιλεγεί από παλιότερες
ποιητικές συλλογές) ο ποιητής διασχίζει
«πεδιάδες και όρη» ζωής και στοχασμού, διεισδύει
σε «κρύπτες» του εσωτερικού του κόσμου, και ζυγιάζεται και αναμετριέται με την
ίδια την πορεία των δικών του προσωπικών εμπειριών και εσωτερικών βιωμάτων,
τολμά ν’ ανατείνει σ’ αιθέριες σφαίρες, παρ’ όλους τους «Λαιστρυγόνες και τους
Κύκλωπες» των περιπετειών και των σκαμπανεβασμάτων της ζωής, για να καταλήξει
στο ασφαλές λιμάνι της καταξίωσης της ζωής, στην σεμνή αποδοχή του «ματωμένου
μόχθου της», στην εύρεση του ώριμου, χωρίς μαξιμαλισμούς και πλατιασμούς,
νοήματός της, στην τελική διατύπωση ενός μετριοπαθούς, αλλά στέρεου αισιόδοξου
μηνύματος:
«Σε ώρες ράθυμες αντιμετράς τα λάθη σου, τις
λιγοστές επιτυχίες της ζωής και τα πολλά σου όνειρα. Δεν την απαξιώνεις την τιμάς. Και φεύγεις ήρεμος αφήνοντας δώρο
πολύτιμο στους νέους την Ελπίδα»
(Απ’ το ποίημα «Ελπίδα»).
Το μήνυμα της τελευταίας αυτής της ποιητικής
συλλογής του Η.Σ. αποτελεί απαύγασμα σοφίας, ήρεμη και σεμνή κορύφωση μιας πνευματικής πορείας, που με
προσεγμένα λεκτικά σχήματα και πυκνούς συμβολισμούς, βρήκε τη μεστή ποιητική της έκφραση υψηλών κριτηρίων,
τα κορυφαία “καταφατικά “ποιητικά της μιλήματα».
Και η επιλογή των ποιημάτων από άλλες ποιητικές
συλλογές δεν έγινε τυχαία. Στις Ράθυμες
Ώρες θα συναντήσεις συμπυκνωμένα όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το
σύνολο των ποιητικών έργων του Η.Σ.
Κοινωνικό:
Ας αναφέρουμε τα ποιήματα: «Αγώνας», «Οι Πυρκαγιές», «Για σας Γράφω», «21ος
αιώνας».
Πολιτικό:
Ας αναφέρουμε τα ποιήματα: «21ος
αιώνας», «Οι Πολιτικοί».
Αγωνιστικό-Πατριωτικό:
Ας αναφέρουμε τα ποιήματα: «Πολύβιος
Ισαριώτης», «Ηλέκτρα Αποστόλου».
Βιωματικό: Ας
αναφέρουμε τα ποιήματα: «Η τύχη των
Αγριμιών», «Η Ζωή», «Η Ελπίδα».
Βιωματικό –
νοσταλγικό με ομφαλό τη γενέθλια Αρκαδική Γη: Ας αναφέρουμε τα ποιήματα: «Το Λύκαιο», «Το Στάδιο των Λυκαίων», «Ύμνος
των Λυκαίων», «Κραμποβός.», «Εδώ», «Ο Πατέρας μου», «Η Μητέρα μου».
Στοχαστικό: Ας
αναφέρουμε τα ποιήματα: «Το Ανείπωτο»,
«Το Σύμπαν», «Δώρο της Ζωής».
Φυσιολατρικό:
Ας αναφέρουμε τα ποιήματα: «Η Μαγεία
του Δάσους»
Συμβολικό: Ας
αναφέρουμε τα ποιήματα: «Κραυγή των
Ποιητών», «Οι πληγές του Ποιήματος», «Πλοίο Ταχύπλοο».
Και μέσα απ’ όλα αυτά τα στοιχεία διαλέγεις και
πραγματοποιείς τους ποιητικούς συγκερασμούς σου, «ανακαλύπτεις», «οργανώνεις»
και «δένεις» τις «εσωτερικές συνομιλίες» των επιμέρους ποιημάτων, ανάλογα με
τις αξιακές επιλογές και κλίσεις σου. Έχει λιτότητα αλλά πολυσημία ο ποιητικός καμβάς της συλλογής.
Θα θέλαμε να τελειώσουμε την παρούσα κριτική
παρουσίαση μ’ ένα μήνυμα μαχητικό κι αντιστασιακό, το μήνυμα που ξεπηδά απ’
ποιήματα «Αγώνας» και «Πολύβιος Ισαριώτης»
(ποίημα διαλεγμένο όχι τυχαία απ’ την Αρκαδική
Ραψωδία). Πρόκειται για μήνυμα
αιχμηρό που ξεσκεπάζει και «στήνει κυριολεκτικά στον τοίχο» εκείνους τους
«ολόγυμνους» πολιτικούς (που στηλιτεύει, με λεπτό αλλά και σαρκαστικό τρόπο, το
ποίημα «Οι Πολιτικοί») κι εκείνους
τους «αθέατους στα παρασκήνια μεγαλέμπορους» με «τ’ αδηφάγο χέρι», που τόσο
φρικιαστικά παρουσιάζονται στο ποίημα «Τ'
Αδηφάγο Χέρι»:.
«Ολόγυμνοι και ψεύτικοι πολιτικοί...
Αθέατοι μεγαλέμποροι»
Να τρέμετε το πνεύμα της Δικαιοσύνης και Λευτεριάς που
ξεπηδά παντοδύναμο μέσα απ’ τις ηρωϊκές στάσεις ανθρώπων σαν τον Πολύβιο
Ισαριώτη , την Ηλέκτρα Αποστόλου κι άλλων παρόμοιων αγωνιστών!
Ας αναφωνήσουμε λοιπόν όλοι οι εραστές της
αντιστεκόμενης και μαχόμενης ποίησης:
Να τρέμετε
«την οργή που θα γίνει ποταμός» και “ποταμός που με την ΟΡΜΗ του θ’ αγωνιστεί για την ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΘΑΡΣΗ»
_______________________________________
* (Το παρόν κείμενο υπήρξε κεντρική ομιλία στην τιμητική εκδήλωση υπέρ του Ηλία Σιμόπουλου, που έλαβε χώρα την 30η Οκτωβρίου 2011
στο Πνευματικό Κέντρο Μεγαλόπολης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου