~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
σελίδες της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα" συντάκτες: Αγαθή Γρίβα-Αλεξοπούλου, Πάνος Αϊβαλής, Πόπη Βερνάρδου, Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη,
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~

yfos

yfos
"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν' ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Πάμπλο Νερούδα: ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα


O ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ ΑΠΟ ΤΗ ΧΙΛΗ- PABLO NERUDA DE CHILE

Ο Πάμπλο Νερούδα θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Ο Νερούδα γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1904 στην πόλη Παράλ της Χιλής. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφτάλι Ρικάρντο Ρέγες Μπασοάλτο. Σε ηλικία 16 χρόνων αποφάσισε να αλλάξει το όνομα του σε Πάμπλο Νερούδα για να τιμήσει την μνήμη του Τσεχοσλοβάκου ποιητή Ζαν Νερούδα. Το 1971 κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο έρωτας είναι το κεντρικό θέμα πολλών έργων του, για αυτό και το όνομά του έγινε συνώνυμο με την ρομαντική ποίηση. Συγγραφέας, διπλωμάτης, πολιτικός, η ακτινοβολία του Πάμπλο Νερούδα έφθασε σε όλο τον κόσμο.

Το ποιητικό του έργο

Από το ποιητικό του έργο ξεχωρίζουν οι εξής τίτλοι: «Crepusculario», «Veinte poemas de amor y una canciσn desesperada», «Residencia en la tierra», «Tercera residencia», «Canto general», «Los versos del capitαn», «Odas elementales», «Extravagario», «Memorial de Isla Negra» και «Confieso que he vivido».


Το «Κάντο Χενεράλ»

Ο Νερούδα έγραψε επίσης, ωδές για πιο απλά και στοιχειώδη πράγματα της καθημερινής ζωής. Ο γνωστός Έλληνας συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Νερούδα, το «Κάντο Χενεράλ».

Ο πιο γνωστός συγγραφέας της Κολομβίας, Γκάμπριελ Γκαρθία Μαρκέζ, χαρακτηρίζει τον Νερούδα ως τον «μεγαλύτερο ποιητή του 20ου αιώνα». Ο Νερούδα καθιερώθηκε από τα πρώτα κιόλας έργα του. Η συλλογή του, τα «20 ερωτικά τραγούδια και ένα τραγούδι της απόγνωσης», πουλήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα.

 

Η πολιτική του δράση
Παρόλα αυτά, η ποίησή του δεν περιορίζεται μόνο στο θέμα της αγάπης. Όταν βρέθηκε στη Βιρμανία, έγραψε το Κατοικία στη Γη (Residence on Earth), για τον χρόνο, τη μεταφυσική, καθώς και για τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως συνέβη σε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος είχε μεγάλη επίδραση στην ποίησή του. 
Το 1943 επέστρεψε στη Χιλή, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε στόχος του καθεστώτος του προέδρου Κονζάλεζ Βιντέλα, επειδή είχε διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο αντιμετώπισης των ανθρακωρύχων που απεργούσαν.Το 1949 κατάφερε να φύγει από τη Χιλή και κατευθύνθηκε- εξόριστος πλέον- προς την Ευρώπη. 
Ανάμεσα στα μέρη που έζησε ήταν και το νησί Κάπρι της νότιας Ιταλίας. Στη ζωή του στο Κάπρι στηρίζεται η ταινία «Ο ταχυδρόμος».

Ο θάνατος του Νερούδα

Ο Πάμπλο Νερούδα προσχώρησε στο κόμμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε και τον στήριξε στον προεκλογικό του αγώνα.
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα ο Πάμπλο Νερούδα πέθανε το 1973 λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αγιέντε.
Η κηδεία του ήταν η πρώτη εκδήλωση λαϊκής αντίθεσης στο στρατιωτικό καθεστώς που απαγόρευσε τα έργα του ποιητή. Η απαγόρευση ίσχυε ως το 1990.


TE RECUERDO COMO ERAS EN EL ULTIMO OTOΝO

(Σε θυμάμαι όπως ήσουν το περασμένο φθινόπωρο)

Te recuerdo como eras en el ultimo otono.
Eras la boina gris y el corazσn en calma.
En tus ojos peleaban las llamas del crepusculo.

Y las hojas caνan en el agua de tu alma.
Apegada a mis brazos como una enredadera,
las hojas recogian tu voz lenta y en calma.

Hoguera de estupor en que mi sed ardia.
Dulce jacinto azul torcido sobre mi alma.
Siento viajar tus ojos y es distante el otono boina gris, voz de pαjaro y corazσn de casa hacia donde emigraban mis profundos anhelos y caνan mis besos alegres como brasas.

Cielo desde un navio. Campo desde los cerros.

Tu recuerdo es de luz, de humo, de estanque en calma!

Mαs allα de tus ojos ardνan los crepusculos.

Hojas secas de otoρo giraban en tu alma.


CANTO GENERAL

(Κάντο Χενεράλ)

Amor América

Antes de la peluca y la casaca
fueron los ríos, ríos arteriales;
fueron las cordilleras, en cuya onda raída el cóndor o la nieve parecían inmóviles, fue la humedad y la espesura, el trueno sin nombre todavía, las pampas planetarias.

El hombre tierra fue, vasija, párpado
del barro trémulo, forma de la arcilla;
fue cántaro caribe, piedra chibcha,
copa imperial o sílice araucana.
Tierno y sangriento fue, pero en la empuñadura de su arma de cristal humedecida, las iniciales de la tierra estaban escritas.

Nadie pudo recordarlas después el viento
las olvidó, el idioma del agua
fue enterrado, las claves se perdieron
o se inundaron de silencio o sangre.
No se perdió la vida, hermanos pastorales.

Pero como una rosa salvaje
cayó una gota roja en la espesura,
y se apagó una lámpara de tierra.
Yo estoy aquí para contar la historia.

Desde la paz del búfalo
hasta las azotadas arenas
de la tierra final, en las espumas
acumuladas de la luz antártica,
y por las madrigueras despeñadas
de la sombría paz venezolana,
te busqué, padre mío,
joven guerrero de tiniebla y cobre,
o tú, planta nupcial, cabellera indomable,
madre caimán, metálica paloma.

Yo, incásico del légamo,
toqué la piedra y dife:
Quién me espera? Y apreté la mano
sobre un puñado de cristal vacío.
Pero anduve entre flores zapotecas,
y dulce era la luz como un venado,
y era la sombra como un párpado verde.
Tierra mía sin nombre, sin América,
estambre equinoccial, lanza de púrpura,
tu aroma me trepó por raíces
hasta la copa que bebía, hasta la más delgada palabra aún no nacida de mi boca.

La frontera

Lo primero que vi fueron
árboles, barrancas decoradas con flore de salvaje hermosura, húmedo territorio, bosques que se incendiaban, y el invierno detrás del mundo, desbordado.

Mi infancia son zapatos mojados, troncos rotos caídos en la selva, devorados por lianas y escarabajos, dulces días sobre la avena, y la barba dorada de mi padre saliendo hacia la majestad de los ferrocarriles.

Frente a mi casa el agua austral cavaba
hondas derrotas, ciénagas de arcillas enlutadas, que en el verano eran atmósfera amarilla por donde las carretas crujían y lloraban, embarazadas con nueve meses de trigo.

Rápido sol del sol, rastrojos, humaredas
en caminos de tierras escarlatas, riberas
de ríos de redondo linaje, corrales y potreros en que reverberaba la miel del mediodía.

El mundo polvoriento entraba grado a grado en los galpones, entre barricas y cordeles, a bodegas cargadas con el resumen rojo del avellano, todos los párpados del bosque.

Me pareció ascender en el tórrido traje
del verano, con las máquinas trilladoras,
por las cuestas, en la tierra barnizada de boldos, erguida entre los robles, indeleble, pegándose ne las ruedas como carne aplastada.

Mi infancia recorrió las estaciones: entre los rieles, los castillos de madera reciente, la casa sin ciudad, apenas protegida por reses y manzanos de perfume indecible, fui yo, delgado niño cuya pálida forma se impregnaba de bosques vacíos y bodegas.

La casa

Mi casa, las paredes cuya madera fresca,
recién cortada, huele aún: destartalada
casa de la frontera, que crujía
a cada paso, y silbaba con el viento de guerra del tiempo austral, haciéndose elemento de tempestad, ave desconocida
bajo cuyas heladas plumas creció mi canto.

Vi sombras, rostros que como plantas
en torno a mis raíces crecieron, deudos
que cantaban tonadas a la sombra de un árbol y disparaban entre los caballos mojados, mujeres escondidas en la sombra
que dejaban las torres masculinas,
galopes que azotaban la luz, enrarecidas
noches de cólera, perros que ladraban.
Mi padre, con el alba oscura
de la tierra, hacia qué perdidos archipiélagos en sus trenes que aullaban se deslizó?

Más tarde amé el olor del carbón en el humo, los aceites, los ejes de precisión helada, y el grave tren cruzando el invierno extendido sobre la tierra,como una oruga orgullosa.

De pronto trepidaron las puertas.
Es mi padre.

Lo rodean los centuriones del camino:
ferroviarios envueltos en sus mantas mojadas, el vapor y la lluvia con ellos revistieron la casa, el comedor se llenó de relatos enronquecidos, los vasos se vertieron, y hasta mí, de los seres, como una separada barrera, en que vivían los dolores, llegaron las congojas, las ceñudas cicatrices, los hombres sin dinero, la garra mineral de la pobreza.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Ηλίας Κατσόγιαννης, ο Μπαρμπαλιάς


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ*


Κάποτε είχα την τιμή και τη χαρά να πιω καφέ από τα χέρια του, πάνω στο μικρό πατάρι του φαρμακείου του, στην Τσιμισκή, δίπλα στο βιβλιοπωλείο Μόλχο. Μια μέρα που τον συνάντησα στην οδό Αγίας Θεοδώρας -πάροδος της Αγίας Σοφίας- την τελευταία γειτονιά του, μου είπε με κείνη την ήρεμη και μειλίχια φωνή του, σαν να έλεγε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου και γι’ αυτό καθόλου μακάβριο, «Μαρία θέλω εσύ να γράψεις τον επικήδειό μου». Ήδη ήταν άρρωστος. Πέθανε το 1970 σε ηλικία 80 χρονών. Δεν έκανα την «παραγγελία» του, αυτό το δύσκολο χρέος το είχε αναλάβει ο συγγραφέας Γιώργος Δέλιος.
Όταν το 1998 μου πρότεινε ο Τηλέμαχος Αλαβέρας να μιλήσω, αν θέλω, για τον Ηλία Κατσόγιαννη στην αίθουσα της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης κάθισα και τον σκέφτηκα πολύ. Του το όφειλα αυτό, αντί για «κείνο» που του είχα σιωπηλά αρνηθεί τότε. Έτσι γράφτηκε αυτή η αναφορά στο πρόσωπό του κι έμεινε ένα χρόνο στο συρτάρι μου, επειδή το 1999 εκδόθηκε από τον Ιανό το βιβλίο του Τηλέμαχου Αλαβέρα «Με τον Μπαρμπαλιά». Αναρωτιόμουν τι θα πρόσθετε τάχα η δική μου μικρή κατάθεση εν όψει του εξαιρετικού, συναρπαστικού βιβλίου του Αλαβέρα για τον Ηλία Κατσόγιαννη. Ας είναι.
Τον αποκαλούσαν Μπαρμπαλιά. Τρυφερή, λαϊκή προσφώνηση. Μου άρεζε. Για να σε λένε όμως μπάρμπα πρέπει και να είσαι, ενώ ο Ηλίας Κατσόγιαννης, ο φαρμακοποιός, ο ποιητής δηλαδή, δεν ήταν για μένα παρά ένας αριστοκράτης με γκρίζα έως άσπρα κυματιστά μαλλιά και με ρεπούμπλικα συνήθως, ένας αριστοκράτης φερμένος από τα πλούτη μιας φυσικής και γνήσιας ευγένειας, μιας τρυφερής συμπεριφοράς και μιας μελαγχολίας η οποία άρχιζε πίσω από τα σκούρα γυαλιά του -ποτέ δεν μπόρεσα να δω τι λογής ήταν τα μάτια του- και συνεχιζόταν ως εκεί απ’ όπου αντλούσε τα λυρικά τραγούδια του.
Πιστός στον παραδοσιακό ομοιοκατάληκτο στίχο ο ποιητής Κατσόγιαννης, ο ερωτικός θα ‘λεγα, δεν θέλησε ποτέ, απ’ ό,τι ξέρω, να μοντερνίσει στη γραφή του. Η σχέση του με το χώμα, δηλαδή τη φύση, ήταν σχέση μνήμης, χώρου και περιβάλλοντος, άρρηκτος δεσμός σαν άκοπος ομφάλιος λώρος του ποιητή, φυσικώ τω λόγω, εφόσον οι καταβολές, καταγωγές, προέρχονταν, έρχονταν από τα λαγκάδια της Γορτυνίας.
Ξέρω απ’ έξω αυτό το υπέροχο τετράστιχο από την ποίησή του:
Τον κάμπο να κοιτάς της Έδεσσας
Κόμπος να δένεται η ψυχή σου
Σαν να κοιτάζεις μέσα σ’ έκσταση
Κάποια γωνιά του παραδείσου.
Ποιος με είχε πληροφορήσει τότε για το στέκι του Μπαρμπαλιά και πώς έγινα κι εγώ, έστω περιστασιακά, θαμών του φαρμακείου-εντευκτηρίου, δεν θυμάμαι πια. Να κατεβαίνω απ’ τ’ αψηλά της οδού Λαγκαδά, Αγία Παρασκευή και βάλε, άβγαλτη ακόμα στο χώρο των γραμμάτων, μόλις να ‘χει σπάσει το τσόφλι του αυγού, χωρίς να ξέρω τι πουλί θα βγάλει.
Συστάσεις του Κατσόγιαννη:από δω η νέα ποιήτρια, χειραψίες, χαμόγελα, αβρότητες. Πότε ένας ποιητής, πότε ένας πεζογράφος στο αγιασμένο στέκι του φαρμακείου, περάσματα πρωινά συνήθως, μάλλον προς το μεσημέρι οι αφίξεις-σμίξεις, «η συνοδεία των ποιητών» που θα ‘λεγε και η μοναδική Ζωή Καρέλλη. Εκεί και ο ευθυτενής, κλειστός Γιώργος Θέμελης, ο αριστοκράτης Γιώργος Δέλιος, ο πανύψηλος ωραίος μυστακοφόρος Τηλέμαχος Αλαβέρας, η γλυκύτατη Χρυσάνθη Ζιτσαία, εκεί ο Παύλος Παπασιώπης, μια εκδοχή γάλλου ευπατρίδη, ο Χρήστος Ντάλιας πρόσωπο ρομαντικής ομορφιάς του περασμένου αιώνα, θεραπεύονταν θαρρείς όλοι με πνευματώδεις σχολιασμούς για πρόσωπα και πράγματα, με διαλόγους... ιαματικούς.
Δεν υπήρχε χώρος για καθίσματα εκεί μέσα, στιγμιαίες ανταλλαγές όλο κι όλο, σώμα με σώμα σχεδόν, έπιναν-δεν έπιναν έναν καφέ, όρθιοι, που έψηνε-δεν έψηνε πίσω απ’ τον μπερντέ η υπάλληλος-κουμπάρα, δεξί χέρι, να πούμε, του ποιητή. Εκείνος χωμένος συνήθως στο παράπλευρο του φαρμακείου του, έμενε περίεργα σιωπηλός κι όταν ακόμα μιλούσε, παράξενα ακίνητο σώμα, ήρεμη έκφραση, σαν να είχε από καιρό μελετήσει τις ανθρώπινες συμπεριφορές κι είχε αποφασίσει για μια λιτή αλλά γεμάτη αίσθημα από τον εαυτό του ανταπόδοση.
Μέσα στη γνήσια και αφειδώλευτη προσφορά του στους άλλους δεν γινόταν να μη χωρέσει και η φροντίδα του για τους νέους ποιητές. Ήταν καλοκαίρι του 1957. Είχαν ξηλώσει από την Εγνατία τις ράγες του τραμ.
Προφητικά πράγματα βλέπεις ή τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια˙ θέλω να πω: για να διαβούνε άνετα κι ελεύθερα τα τετρακίνητα και τα δικίνητα του μέλλοντός μας! Ήδη λοιπόν είχε αρχίσει η ασφαλτόστρωση και μια μέρα που σεργιάνιζα τα νέα οδικά έργα από το σπίτι μιας φίλης μου στην Εγνατία, διέκρινα άξαφνα ανάμεσα στους άντρες εργάτες και μια γυναίκα μπαρμπουλωμένη ως τα μάτια με μια καφέ σκούρα μαντίλα, να ρίχνει πίσσα σ’ αυτήν την μεταμόρφωση του δρόμου. Όταν έφυγα από το σπίτι της φίλης μου πήγα κι έψαξα αυτήν την γυναίκα για να επιβεβαιώσω του βλέμματός μου το αληθές.
Αυτή η εντυπωσιακή τότες για μένα εικόνα είχε σαν αποτέλεσμα ένα κοινωνικοφεμινιστικό ποίημα με τίτλο «Μια γυναίκα στο νέο δρόμο». Το ‘δωσα στο Μπαρμπαλιά, το άρεσε πολύ -ήτανε βλέπεις στα δικά του άρμενα- κι εκείνος με τη σειρά του το ενεχείρησε στον Τηλέμαχο Αλαβέρα, ακραιφνή φίλο του, για το περιοδικό Νέα Πορεία. Ο Αλαβέρας αυστηρός πάντα στις λογοτεχνικές του θεωρήσεις και προσμετρήσεις, και παρ’ όλη την αγάπη του για τον Μπαρμπαλιά του αρνιόταν αυτή τη χάρη επί μακρόν και φυσικά δια παντός. Άλλωστε , ο τίτλος και μόνο του περιοδικού (Νέα Πορεία) σηματοδοτούσε ήδη νέες πλεύσεις - κατευθύνσεις σε διαφορετικά νερά.
Ο ποιητής Ηλίας Κατσόγιαννης, δεν ήταν ούτε χωρικός, ούτε χωριάτης, ούτε εργάτης, ούτε αγρότης, κι όμως είχε μια καταπληκτική αίσθηση και προσέγγιση της μοίρας της εργατικής τάξης γενικά, πήγαινε δηλαδή μαζί της σαν βάρδος, θαρρείς για να τους προστατεύει, να τους παρηγορεί και να τους δικαιώνει μ’ ένα τραγούδι, κατάθεση δικής του ψυχής. Οι στίχοι του έχουν και του χώματος τη μυρουδιά και του έρωτα το πάθος, μ’ ένα τρόπο που πείθει κι ομορφαίνει την ψυχή σου. Παρακολουθεί κανείς την καθαρότητα κι εκείνη τη στιλπνότητα της λέξης και θαρρώ ότι είναι ένας μύστης ο Κατσόγιαννης, ένας μύστης που όμως έχει αντιληφθεί τι σημαίνει ο στοχασμός στη σχέση του και με το αίσθημα και με τον ρεαλισμό του πράγματος.
Εκείνο το έκθαμβο και εκστατικό του ποιητικού βλέμματός του στη γνήσια και ανεπιτήδευτη εκδοχή του, εκείνη η φυσιολατρία του που μοσχοβολάει ζωντανό σώμα δεν είναι ένας λυρισμός για τον λυρισμό, φρούδος, κενός ζωής, αλλά μια μαρτυρία ανθρώπου που ξέρει να αισθάνεται της φύσης τα θαύματα, να τα υμνεί γονατιστός με μια θρησκευτική θαρρείς πίστη. Κάποτε ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης μου είπε πως, όταν στους ατέλειωτους περιπάτους του στην εξοχή βλέπει ένα ωραίο χαμολούλουδο, του έρχεται η επιθυμία να γονατίσει μπροστά του και να κάνει έρωτα μαζί του, κι αυτό το βλέπω όχι απλώς σαν κατάφαση στην ομορφιά αλλά και σαν έναν πόθο ταύτισης, ένωσης με το άλλο, κατ’ επέκτασιν και καθ’ υπέρβασιν, επιθυμία πνευματικής ολοκλήρωσης μέσα από μια σωματική έκφραση και πράξη.
Δεν ξέρω αν είναι απαραίτητο να αναρωτηθώ κατά πού βαραίνει η μπαλάντζα του Ηλία Κατσόγιαννη, του Μπαρμπαλιά: από τη μεριά του αξιολάτρευτου φαρμακοποιού, ή απ’ τη μεριά του λυρικού ποιητή. Μπορείς να τα ξεχωρίσεις αυτά;
Κακά τα ψέματα. Εκείνος έφυγε. Το πολύτιμο στέκι του φαρμακείου του εξαφανίστηκε δια παντός κι αυτό. Μείνανε τα ποιητικά βιβλία του, μοναδικά τεκμήρια ζωής˙ scripta manent, σου λέει ο άλλος. Λίγο το ‘χεις; Ήδη η πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης Χαρά Συμεωνίδου, μου ζήτησε, το 2006, βοηθήματα για την Διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία της πάνω στην ποίηση και τη ζωή του Ηλία Κατσόγιαννη.

*Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου είναι συγγραφέας
_____________________________________
*εφημ. Η Αυγή 26.8.2012

Ειδήσεις