Η δεύτερη ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον του σπουδαίου Ελληνα σκηνοθέτη για την ιστορία αυτού του τόπου. Αφηγείται με ξεχωριστό τρόπο την ιστορία των ανθρώπων, των καθημερινών βιωμάτων, των φαινομενικά ασήμαντων συμβάντων. Φέρνει στο φως αυτό που η λήθη επιζητά να σβήσει για πάντα. Τις μεγάλες μας απώλειες.
Ο Κουτσαφτής επιχειρεί μια ανασκαφή, όχι όμως σαν τις αρχαιολογικές που τόσο ωραία παρουσιάζει, αλλά μια άλλη. Μια «ανασκαφή» στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, αναζητώντας εναγωνίως να βρει κι αυτός, όπως ο αρχαιολόγος, ψήγματα και θραύσματα ενός παλιού πολιτισμού που μοιάζει να χάθηκε παντοτινά.
Υπάρχει κάτι που να έχει απομείνει σήμερα, από εκείνο που χάθηκε οριστικά μέσα στις εσχατιές του παρελθόντος; Μας συνδέει άραγε κάτι με το χτες κι αν ναι, τι είναι αυτό;
Μέσα από τη διεισδυτική ματιά του, καρέ καρέ, παρουσιάζονται οι εποχές δίχως χρονικά όρια. Ο χρόνος μοιάζει να γίνεται μυστηριωδώς άχρονος.
Μεταπηδά από το χτες στο σήμερα για να ξαναγυρίσει πάλι στο χτες σε μια διαρκή κίνηση, ψάχνοντας να ανακαλύψει εκείνα τα δυσδιάκριτα νήματα που συνδέουν τις κοινωνίες του παρελθόντος με τη δική μας.
Κι αυτό συντελείται μέσω μιας ποιητικής διαδρομής που αναφέρεται στον τόπο και τους ανθρώπους που τον κατοίκησαν. Γιατί ο τόπος δίχως τους ανθρώπους παύει να είναι τόπος.
Η καταγραφή του ανθρώπινου δράματος, της καθημερινότητας που κρύβει χαρές και λύπες, βάσανα, μόχθο και πόνο και που στο τέλος κλείνει μ’ ένα χαμόγελο ή μ’ ένα δάκρυ.
Και είναι αυτή η εξιστόρηση που χρησιμοποιεί σαν όχημα για να μπολιάσει με αριστοτεχνικό τρόπο το παρελθόν με το μέλλον, την ίδια στιγμή που στοχάζεται το παρόν. Γιατί τα μεγάλα διαχρονικά ερωτήματα παραμένουν τα ίδια μέσα στο πέρασμα του χρόνου, περιμένοντας μάταια μια πειστική απάντηση.
Η αιωνιότητα απέναντι στη θνητότητα μέσα στου «βίου το πέλαγος». Οπως εκείνη «η λεπτή κλωστή από τον ιστό της αράχνης που τη διακρίνουμε μόνον όταν πέφτει πάνω της το φως, εύθραυστη και αβέβαιη σαν την ανθρώπινη ύπαρξη».
Τα τοπία αλλάζουν μέσα στον χρόνο και οι εποχές αποτυπώνονται πάνω τους άλλοτε με τα χρυσοκίτρινα χρώματα του καλοκαιριού και άλλοτε με τα έντονα πράσινα της άνοιξης.
Μέρες ηλιόλουστες κι άλλες συννεφιασμένες και βροχερές. Αλλες φορές τα ίδια αυτά τοπία χάνονται μέσα στην ομίχλη και μόλις διακρίνονται στην καταχνιά που τα σκεπάζει, σαν άλλη αλληγορία του πεπρωμένου της ζωής μας.
Ο χρόνος τρέχει αφήνοντας τα ίχνη του στον τόπο. Αυτός ο μεγάλος άγνωστος, ο οιονεί παρών ή όπως έλεγε ο Αγιος Αυγουστίνος: «Το παρόν του παρελθόντος, το παρόν του παρόντος και το παρόν του μέλλοντος».
Και ο τόπος, αλληλένδετος πάντοτε με τους ανθρώπους που τον έζησαν στο παρελθόν, τον κατοικούν σήμερα, αλλά θα συνεχίζουν να ζουν σ’ αυτόν και στο μέλλον.
Ο Κουτσαφτής καταγράφει με επιμονή τα χνάρια της δικής τους ύπαρξης, το αποτύπωμα που κάθε γενιά αφήνει πάνω στα αρχέγονα τοπία, τη δημιουργία του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος ως αποτέλεσμα χιλιετιών ανθρώπινης κατοίκησης.
Η ματιά του στέκεται πάνω σε οικισμούς, σε μεμονωμένα κτίσματα, ακόμη και σε μοναχικά, ταπεινά εικονοστάσια στην άκρη του δρόμου, αφού καθένα απ’ αυτά αφηγείται κάποια ιδιαίτερη και ξεχωριστή ανθρώπινη ιστορία.
Παρακολουθεί σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια τους αρχαιολογικούς χώρους που μας παρουσιάζει, ξεκινώντας με την «Αγέλαστο πέτρα» και την Ελευσίνα, για να συνεχίσει με την ίδια προσήλωση στην Αρκαδία και την αρχαία Τεγέα.
Τις γενιές που εναλλάσσονται μέσα στον χρόνο, δίπλα στα ίδια ερείπια μιας αρχιτεκτονικής που έρχεται από το μακρινό παρελθόν.
Εντοπίζει το βλέμμα του πάνω στα θραύσματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, στα ερείπια που καθημερινά προσπερνάμε αδιάφορα. Πεσμένες μαρμάρινες «κολόνες καταγής», τοίχους, θεμέλια, μεμονωμένες πέτρες «άγνωστης προέλευσης».
Αλλες φορές κάτω από το δυνατό φως του ήλιου και τις έντονες φωτοσκιάσεις που δημιουργεί, άλλες στη βροχή και τις μικρές λιμνούλες που αντικατοπτρίζουν τα είδωλά τους πάνω στο νερό και άλλες όταν το χιόνι τα μισοσκεπάζει σαν λευκό σεντόνι.
Είναι οι «πέτρες που πάνω τους σκόνταψαν οι αιώνες».
Εξαιρετική είναι η αναφορά στις δύο νεαρές κοπέλες που μένουν απέναντι η μία στην άλλη, στις δύο πλευρές του αρχαιολογικού χώρου, ενώ μεσολαβούν ανάμεσά τους θαρρείς 2.500 χρόνια.
Τι είναι αυτό που τις χωρίζει -που μας χωρίζει- είναι σαν να μας ρωτά. Σύγχρονα σπίτια, οικισμοί ολόκληροι πάνω σε χώματα αρχαία. Ενα παλίμψηστο πολιτισμών με συγκλονιστικά ερείπια και δίπλα ακριβώς η ζωή να συνεχίζεται.
Οπως ο καταβεβλημένος δρομέας που συνεχίζει να τρέχει ακατάπαυστα μέσα στη νύχτα. Σαν ένα μικρό φως στο βαθύ σκοτάδι που γίνεται αστέρι, έξω από τόπο και χρόνο.
Μέσα από την ταινία αναδύεται μια πρωτεϊκή σχέση με τη γη. Οι βουνοκορφές στο βάθος του ορίζοντα, τα ρέματα, τα χωράφια, τα βράχια, οι πέτρες, οι ξερολιθιές, τα φυτά, οι καλλιέργειες, το χώμα.
Το χώμα που οργώνεται, σπέρνεται και θερίζεται, που πάνω του φυτρώνουν ψηλά μεγαλειώδη δέντρα, αλλά και μικρά πολύχρωμα αγριολούλουδα, το χώμα που υποδέχεται στο τέλος της ζωής το ανθρώπινο σώμα.
Η συλλογή του καρπού από τα δέντρα, τα ηλιοκαμένα ρυτιδιασμένα πρόσωπα, που λες και δεν έχουν ηλικία, σαν να ανήκουν σε κάθε χρόνο, σε κάθε ιστορική περίοδο.
Ενα εγκώμιο για τους ξένους μετανάστες που καλλιεργούν τη γη μας, αφού εμείς την εγκαταλείψαμε οριστικά. Και η αντίστιξη.
Το χωριό και η πόλη που ακολουθούν τους σημερινούς ρυθμούς. Οι άνθρωποι που συνωστίζονται στις καφετέριες, τα πανηγύρια, οι δυνατές μουσικές, η οχλαγωγία.
Η βουή της πόλης απέναντι στην ησυχία της υπαίθρου.
Μια αγωνία αναδύεται και φουντώνει σαν δυνατή φλόγα μέσα στην ταινία, πλάι σε μια γλυκιά μελαγχολία, για το μέλλον και τον σύγχρονο κόσμο μας.
Τα ζώα που παρατήσαμε, τα δέντρα που ξεριζώνουμε, τα χέρσα χωράφια που ρημάζουν, το φυσικό περιβάλλον που καταστρέφουμε.
Τη ζωή μας σήμερα, τη δίχως μέτρο, δίχως σεβασμό για τη φύση, τη ζωή δίχως ιερό και όσιο.
Η «σπορά είναι λειτουργία», αναφέρει κάπου, με αποκορύφωμα τα ροζιασμένα χέρια της αγρότισσας που κρατάει στη φούχτα της τον σπόρο λέγοντας: «Αυτό είναι το σιτάρι».
Δεν αποτυπώνει στιγμιότυπα, δεν καταγράφει απλώς πλάνα με την κινηματογραφική του μηχανή. Δεν έχουμε να κάνουμε με ντοκιμαντέρ, αλλά με μια θαυμάσια κινηματογραφική ταινία που έχει δομή, σενάριο και ηθοποιούς τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους που συναντά στον δρόμο του.
Εξιστορεί την ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου που κατοικεί πάνω σε προγονικά χώματα, σαν «σκιά ονείρων».
Θαυμάσια εικόνα και στοχαστικός λόγος πλέκονται με εξαιρετική επιδεξιότητα σε ένα ενιαίο και αλληλοσυμπληρούμενο σύνολο. Ρέουν απλά και ήρεμα, όπως κυλάει το νερό στο αυλάκι.
πληροφορίες:
Η ταινία συνεχίζεται σε Ταινιοθήκη (20.00), Αλκυονίδα (19.30) και Ααβόρα (Σάββατο και Κυριακή, 14 και 15/11 στις 17.00)
_____________
*Αρχιτέκτων-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ