The Game Is Over...
Του Πάνου Σκουρολιάκου
Στον χώρο του θεάτρου έχουμε ανάγκη από αξιόπιστα και δημιουργικά θέατρα, που θ’ αγκαλιάσουν το κοινό της περιφέρειας και θα το αντιμετωπίσουν με μέτρο την ποιότητα και ταυτόχρονα τη λαϊκότητα δημιουργώντας μια ευρύτερη πνευματική κίνηση στην ελληνική περιφέρεια.
Όταν το 1983 η Μελίνα Μερκούρη ως υπουργός Πολιτισμού εισήγαγε τον θεσμό των ΔΗΠΕΘΕ, ένα παλιό όνειρο των ανθρώπων του θεάτρου, έγινε πραγματικότητα. Δημιουργήθηκαν στην ελληνική περιφέρεια θέατρα οργανωμένα, με υλικοτεχνική υποδομή, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό, και ακόμα ρεπερτόριο, καλλιτεχνικούς συνεργάτες, επαγγελματική παραγωγή. Η περιφέρεια σταμάτησε να είναι κάλαθος αχρήστων αθηναϊκών θιάσων που στις περισσότερες των περιπτώσεων περιέφεραν τα φαντάσματα των παραστάσεων που παρουσίαζαν στο κέντρο.
Αναγνωρίστηκε ο σεβασμός που οφείλει ο κόσμος του θεάτρου στους εκτός των μεγάλων πόλεων κατοίκους. Ζητούμενο ήταν να οργανωθούν ρεπερτόρια και θεατρικοί προσανατολισμοί προσαρμοσμένοι στο κοινό της περιοχής. Κλειδί, ο καλλιτεχνικός διευθυντής, που θα συντόνιζε το έργο του θεάτρου, θα ενέπνεε τους εργαζόμενους, θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη του τοπικού μα στη συνέχεια και του ευρύτερου ελλαδικού κοινού.
Ο νόμος που διέπει τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, προβλέπει την οικονομική επιχορήγηση από το υπουργείο Πολιτισμού και τον δήμο όπου έχει την έδρα του το θέατρο. Ακόμα ορίζει ένα Διοικητικό Συμβούλιο που ελέγχεται από τον οικείο δήμαρχο και εκλέγει τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Υπάρχει ένα ελάχιστο υποχρεώσεων σε αριθμό θεατρικών παραγωγών και παραστάσεων κατ’ έτος. Για το ρεπερτόριο, την πρόσληψη των συνεργατών, τον προϋπολογισμό και ότι έχει να κάνει με τη λειτουργία του θεάτρου, αποφασίζει το Δ.Σ.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής εισηγείται και έχει την ευθύνη της υλοποίησης. Πρόεδρος συνήθως είναι ο δήμαρχος. Ο νομοθέτης φρόντισε λοιπόν για την όσο γίνεται μικρότερη εμπλοκή του υπουργού και άφησε την εξουσία στα χέρια του δημάρχου.
Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους τα ΔΗΠΕΘΕ, αυτοσχεδίασαν. Φυσικό ήταν. Ανέκδοτα έγιναν οι... δόσεις Μπρεχτ και Ιονέσκο που απήλαυσε η ελληνική επαρχία την πρώτη αυτή περίοδο. Καλλιτεχνικοί διευθυντές μάλλον άπειροι τα ξεκίνησαν και είναι οι πρώτοι που ανίχνευσαν τον χώρο και τον διαμόρφωσαν. Σιγά - σιγά ήρθαν και άλλοι να δημιουργήσουν και πολλά από αυτά, κατά περιόδους έγιναν σημαντικά, ανέβασαν σπουδαίες παραστάσεις, κέρδισαν την αγάπη του κοινού, δημιούργησαν μια γενικότερη πνευματική κίνηση στην περιοχή τους συμπαρασύροντας και άλλους φορείς (ωδεία, πινακοθήκες, ορχήστρες, χορωδίες κ.λπ.).
Η αλήθεια είναι πως τα δεκαέξι συνολικά ΔΗΠΕΘΕ που δημιουργήθηκαν δεν αντιμετωπίσθηκαν ευνοϊκά από μια «ελίτ» του τύπου. Το σλόγκαν «Δηπεθαίνουν τα ΔΗΠΕΘΕ», που εκπορεύθηκε αρχικά από καλλιτεχνικό συντάκτη γνωστού εκδοτικού συγκροτήματος, λειτούργησε τελικά ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Θέατρα στα οποία δεν μπορούσαν να παρέμβουν οι «εκλεκτικές» επιλογές διαφόρων παραγόντων της θεατρικής (και πολιτικής) ζωής του κέντρου ήταν μάλλον άχρηστα γι' αυτούς. Έπρεπε να εκλείψουν.
Σήμερα, λοιπόν, τα θέατρα αυτά σχεδόν δεν υπάρχουν. Η επιχορήγηση του υπουργείου είναι επιεικώς ανύπαρκτη. Ο νόμος που τα διέπει είναι ο ίδιος από το 1983. Πολλοί δήμαρχοι, εξ αιτίας της παντελούς αδιαφορίας του ΥΠΠΟ, «κεντάνε», κατά το κοινώς λεγόμενο. Κάνουν ό,τι τους καπνίσει. Ελάχιστα θέατρα κάνουν δικές τους παραγωγές, και βαφτίζουν «συμπαραγωγή» την σύμπραξή τους με ένα θεατρικό σχήμα του κέντρου, όπου το σχήμα αυτό κάνει όλη την καλλιτεχνική δουλειά (αποφασίζει για το έργο, τους συντελεστές, την παραγωγή) και το ΔΗΠΕΘΕ δανείζει την υλικοτεχνική του υποδομή (φορτηγά, φωτισμό, τεχνικό προσωπικό) βάζοντας απλώς το όνομά του στην αφίσα, εισπράττοντας ποσά, που σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζουν τα ανελαστικά λειτουργικά του έξοδα (μισθούς μονίμου προσωπικού, ενοίκια, ηλεκτρικό κ.λπ).
Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, τα ΔΗΠΕΘΕ πληρώνουν μέρος της παραγωγής, για να εισπράξουν πάλι ολιγότερα!
Αποτέλεσμα όλης αυτής της κατάστασης είναι να έχουμε θέατρα κλειστά, υπολειτουργούντα, χωρίς παραγωγές, χωρίς κοινό, χωρίς θεατρική ζωή. Ανάλογη είναι και η στελέχωσή τους. Πλάι σε μερικούς ρομαντικούς πείσμονες που προσπαθούν, ήρθαν σε αυτά, ελέω κάποιων δημάρχων (ο νόμος που λέγαμε...), άνθρωποι με προσόντα τη γνωριμία ή τη... διαλλακτικότητα. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό, όπου κάποιο ΔΗΠΕΘΕ έστειλε προϋπολογισμό στην Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων ζητώντας να καταβάλει συγγραφικά δικαιώματα... στον Νικολάι Γκόγκολ. Σε ένα οργανωμένο, επαγγελματικό, σοβαρό θέατρο δεν ήξερε κανείς ότι ο μεγάλος Ρώσος δημιουργός, ως αποθανών το 1852, δεν δικαιούται συγγραφικών δικαιωμάτων.
Η κρίση και τα Μνημόνια έχουν πλήξει θανάσιμα τον πολιτισμό. Τα θέατρα, στα οποία αναφερόμαστε, είναι τα πρώτα θύματα. Αλήθεια είναι πως εκ των πραγμάτων οι πόλεις που τα φιλοξενούν δεν μπορούν να τα συντηρήσουν. Το υπουργείο Πολιτισμού, έχοντας καταργήσει τις πενταετείς συμβάσεις, ανανεώνει κάποιες μικρής διάρκειας, ενώ καθυστερεί εγκληματικά τις ισχνότατες επιχορηγήσεις. Τα ΔΗΠΕΘΕ πεθαίνουν λοιπόν.
Η πλήρης διακοπή της λειτουργίας τους όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η υπολειτουργία τους απαξιώνει και το αγαθό του θεάτρου, αλλά και την ίδια την πνευματική υπόσταση της περιφέρειας. Ο Πολιτισμός είναι δημόσιο αγαθό και επιβάλλεται τόσο ως λαός, αλλά και ιδιαιτέρως ως τοπικές κοινωνίες να τον υπερασπιστούμε.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν ώστε η χρηστή διαχείριση να συμβαδίσει με την ποιότητα; Η λύση βρίσκεται στη συνένωση των δυνάμεων. Στη δημιουργία δηλαδή μεγαλύτερων Περιφερειακών Θεάτρων, όπου τρία, τέσσερα ή και παραπάνω θέατρα θα συνενωθούν, με βάση κυρίως τη γεωγραφική συγγένειά τους. Θα συμμετέχουν στη διοίκησή τους (Δ.Σ.) οι οικείοι δήμοι, η Περιφέρεια, (ή οι Περιφέρειες σε περίπτωση που συνενώνονται θέατρα από διαφορετικές Περιφερειακές Διοικήσεις) και ακόμα εκπρόσωποι των υπουργείων Πολιτισμού και Εσωτερικών και των εργαζομένων σε αυτά. Θα υπάρχει λοιπόν μια κεντρική διεύθυνση και οι σκηνές στις πόλεις (πρώην έδρες αυτόνομων θεάτρων) θα λειτουργούν ως σκηνές που θα φιλοξενούν όλες τις παραγωγές του Περιφερειακού Θεάτρου.
Έτσι, οι θεατρόφιλοι, θα απολαμβάνουν περισσότερες παραστάσεις και, με την οικονομία κλίμακας που θα επιτευχθεί, ίσως και αρτιότερες και πιο ποιοτικές. Το νέο, μεγαλύτερο Περιφερειακό Θέατρο θα μπορεί να αντιμετωπίζει από πιο δυνατές θέσεις τις προκλήσεις της αγοράς του θεάματος, και θα φροντίζει για την αξιοπρεπή αμοιβή των συνεργατών του.
Έδρα των συνεργατών ορίζεται η ευρύτερη περιοχή που καλύπτει το θέατρο, με ανάλογη προσαρμογή στο μισθολόγιο και στη φροντίδα για τη διαμονή των εργαζομένων. Οικονομικά, τα θέατρα αυτά θα επιχορηγούνται από τους δήμους και τα υπουργεία που προαναφέραμε. Οι δήμοι θα καλύπτουν τα ανελαστικά έξοδα και το μόνιμο προσωπικό του θεάτρου της πόλης τους και τα υπουργεία θα συνεισφέρουν για την καλλιτεχνική παραγωγή. Σημαντική παράμετρος: Τα έσοδα! Δεν φτάνει να υπάρχει άρτιο αισθητικά έργο. Θα πρέπει να ενδιαφέρει και το κοινό που καταβάλλει το αντίτιμο.
Πολλά είναι τα θετικά μιας τέτοιας συνένωσης. Καταρχάς θα λειτουργήσει η δημοκρατία. Σε ένα Δ.Σ. που απαρτίζεται από περισσότερους του ενός δημάρχους, περιφερειάρχες και υπουργεία, εκ των πραγμάτων οι αποφάσεις δεν θα παίρνονται από έναν και μόνο, αλλά από περισσότερους. Η σύνθεση απόψεων θα είναι μονόδρομος. Ακόμα θα διευκολυνθεί η διαδικασία για αξιοκρατική στελέχωση των θεάτρων. Τα δεκαέξι θέατρα, αν γίνουν τέσσερα ή πέντε, θα έχουν να διαλέξουν πραγματικά άξιους καλλιτεχνικούς διευθυντές. Ανθρώπους του θεάτρου κι όχι του δήμαρχου ή του υπουργού.
Η συνένωση δυνάμεων και η ορθολογική αντιμετώπιση του κόστους παραγωγής θα εξοικονομήσει πόρους για παράλληλες δραστηριότητες των Περιφερειακών Θεάτρων (Φεστιβάλ, Θεατρικά Εργαστήρια, κ.λπ.). Για να γίνουν τα θέατρα στην περιφέρεια κέντρα παραγωγής πολιτισμού και εκπαίδευσης, αλλά και μοχλός ενίσχυσης της οικονομίας. Μιας οικονομίας που θα λειτουργεί με σεβασμό στο κοινό, και όχι ως «αρπαχτή» αετονύχηδων επιχειρηματιών που εκμεταλλεύονται θεατρικό κοινό και εργαζόμενους.
ΥΓ.: Το παρόν κείμενο, αποτέλεσμα χρόνων ενασχόλησής μου με τον θεσμό, θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τη βάση ενός ευρύτερου προβληματισμού για το παρόν και το μέλλον του Περιφερειακού Θεάτρου. Η υπάρχουσα κατάσταση μαραζώνει τον θεσμό, σπαταλά τα ολίγιστα ψίχουλα που δίνονται σε αυτόν και αδικεί το κοινό της περιφέρειας. Κερδισμένοι, είναι εκείνοι οι δήμαρχοι που σε πολλές περιπτώσεις τα χρησιμοποιούν ως εκλογικό εργαλείο, καθώς και η κυβέρνηση, που, διά του υπουργείου Πολιτισμού, στραγγαλίζοντάς τα, παριστάνει πως φροντίζει για τον εκπολιτισμό της ελληνικής «επαρχίας».
______________________________________
Ημ. δημ.: 07/10/2012 - εφημ. Η ΑΥΓΗ