~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
σελίδες της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα" συντάκτες: Αγαθή Γρίβα-Αλεξοπούλου, Πάνος Αϊβαλής, Πόπη Βερνάρδου, Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη,
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~

yfos

yfos
"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν' ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Νίκος Καρούζος: Η ποίηση ως ενσάρκωση

Νίκος Καρούζος:

Κρώξιμο σ' ένα σπουδαστήριο

Η ατελής υπόσταση του φάντη στη βρομιάρικη τράπουλα
/ζήτημα ζωολογικής διαφοράς μονάχα
τα δικά μου απ' τα δικά σας βιώματα/
γκρινιάρα ειμαρμένη καθιστή στο μπαλκονάκι βράδυ
/κατάστιχα γυαλιστερά του χάροντα/
βατραχοσύναξη και τούτη στου Ομήρου τα τροχίσματα
κουλτούρα θυμοληπτική στα ψευτοσαλόνια σας
χαλκοδεκάρες πεταμένες έτσι σε κωφάλαλα συρτάρια
/παραχώρηση το διάβασμα στους πονεμένους/
γονυκλισίες από κοριτσόπουλα στα θέσφατα των εφημερίδων
/ευλογία Κυρίου τα μυδράλια
η λεπταίσθητη Ρόζα Λούξεμπουργκ
αυτή η άγια γυναίκα με την άγια βαρβαρότητα.../.
Να ρίξεις ολάκερη τώρα τη ζωή σου
στην πλάστιγγα τ' ουρανού την ανάστροφη στα μάτια.
Διωγμένος εγώ από κάθε προϋπόθεση να αναβλύζει το γέλιο μου
θα 'θελα λίγο δυναμίτη θα 'θελα μιαν έκρηξη
που να σκορπίσει το χειρότερο θάνατο στα βολέματά σας.
Τυραννήθηκα την τελευταία βδομάδα
για να βρω τη σώψυχη ειρηνοφόρα λύση
Τα νεροπαίχνιδα στη ρεματιά--,
τι ναν τα κάνω τ' άλλα.

Απ' το Ο Ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980




ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΛΥΜΠΕΡΗ

Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πατέρες (και μητέρες) του Νίκου Καρούζου τον Τ.Κ. Παπατσώνη και τη Ζωή Καρέλλη, πράγμα που θα έθετε ένα σημείο αναφοράς για το υπαρξιακό περιεχόμενο του έργου του και την ιδιαίτερη πνοή μιας πνευματικότητας η οποία αντλεί από το θρησκευτικό βίωμα (στη δική του περίπτωση, βεβαίως, ιδιότυπο και πολύ διευρυμένο). Όμως, αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να φωτιστούν όλες οι πτυχές της ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας. Το καθολικό βλέμμα, η πολυεπίπεδη σύλληψη του κόσμου, η δυνατότητα σύνθεσης όλων των πνευματικών παραδόσεων, η επαναστατική αντίληψη, είναι μερικά από τα στοιχεία που ευθύνονται για την μοναδικότητα αυτού του ποιητή.
Ο Νίκος Καρούζος είχε αφομοιώσει την ελληνική παράδοση -αρχαία και νεώτερη- με πολύ φυσικό τρόπο, χωρίς αγκυλώσεις• κατόρθωσε έτσι να αξιοποιήσει τους καρπούς της γενιάς του 30, συμπεριλαμβάνοντας την εμπειρία του μοντερνισμού, και, ταυτοχρόνως, παραμένοντας σταθερά σ’ ένα ελληνικό κέντρο. Για τη σχέση του αυτή με τις δομές της παράδοσης (δομές της σκέψης αλλά και της κουλτούρας) έχω την αίσθηση ότι αποτελεί και τον πιο ώριμο εκπρόσωπο της μεταπολεμικής ποίησης.
Η φιλοσοφική και θεολογική παιδεία του Ν.Κ, καθώς και ένα ισχυρό κριτήριο – πολιτικό, αισθητικό, ηθικό- ήταν οι βασικοί μοχλοί της τέχνης του. Ωστόσο προσέγγισε τις ιδέες χωρίς τον στείρο εγκεφαλισμό του ψυχρού διανοούμενου, με την περίσσεια της αισθαντικότητάς του, η οποία καλούσε κάθε σκέψη για να την εντάξει δημιουργικά στην εμπειρία της ύπαρξης. Έτσι, το ποιητικό του βίωμα έγινε ο μεσοσταθμός αυτής της μεταμόρφωσης των ιδεών σε υπαρκτικές φανερώσεις. 
Ο Ν.Κ. δεν έχει προηγούμενο στον πλούτο των εμπνεύσεων. Στο έργο του, η φύση, τα όντα, η ζωή, συνθέτουν τα μέρη μιας χρονικότητας που την διατρέχει ο θόρυβος του πεπερασμένου. Η φθορά –το άλλο πρόσωπο του χρόνου- μοιάζει να είναι ο μόνος αληθινός ήχος σ’ αυτό το ζοφερό διάκοσμο -υλικό και φαντασιακό-, ο οποίος, (είτε ως υφή, είτε ως περιέχον), αποτελεί τη μήτρα μιας διαρκούς ματαίωσης. Στο κατ’ εξοχήν κέντρο του ζόφου τοποθετείται ο ίδιος ο άνθρωπος και η περιπέτειά του: το ον μέσα στο γίγνεσθαι -η ύπαρξη και το βάρος της, η διαρκής επώαση του αναπόφευκτου τέλους. (Ζωή ως μελέτη θανάτου.)
Ο Ν.Κ. μοιάζει να καταγίνεται με ένα είδος αποφατικής εκκλησιαστικής υμνωδίας, για να μας θυμίσει ότι ο κόσμος είναι πλασμένος με τη μαγιά του «κακού» – τα στοιχεία της εκμηδένισης και της καταστροφής. Ωστόσο, μαζί με την «αρρώστια του θανάτου» -σκοτεινή μοίρα κάθε ζωντανού πλάσματος- συνυπάρχει το φυσικό κάλος των πραγμάτων και οι λάμψεις της ανθρώπινης συνείδησης. Η ανθρωπολογία του Καρούζου αποτελεί μια αντεστραμμένη θεολογία (στον απόηχο της Ορθοδοξίας) : η έννοια της Υιότητας (του Χριστού), μεταφέρεται στον πάσχοντα άνθρωπο (ο οποίος ε ί ν α ι το σώμα του Χριστού) για να περιγραφεί στην πλήρη δόξα της φθοράς του αλλά και της αναστάσιμης πραγματικότητάς του.
Ο Καρούζος, επιχειρεί να οργανώσει μια σύνθεση της ζωής και της σκέψης: η φυσική, η πολιτική, οι επιστήμες, οι θρησκευτικές παραδόσεις (ο Βούδας, ο Μωάμεθ, το Ζεν, οι ασκητές της ερήμου, οι χριστιανοί Πατέρες -τα κείμενα ως ψυχικά δάνεια) ξεδιπλώνονται μαζί με τα ίδια τα πρόσωπα και τα ράκη της ατομικότητάς τους: πρόκειται για τον χρόνο της ύπαρξης, την ιστορία και την Πράξη της. Και η γλώσσα ως εργαλείο υπαρκτικότητας, συνδιαλέγεται με τα παραπάνω αναδύοντας από το καθένα την οντολογική του διάσταση.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, θα αναφερθώ και πάλι στο Λόγο, ο οποίος, μοιάζει να αποτελεί την συμπυκνωμένη βούληση αυτής της ποίησης, καθώς περισυλλέγει τα επί μέρους -λόγο φιλοσοφικό, πολιτικό, θεολογικό- για να τα εντάξει σ’ ένα φωτεινό Σύμπαν. Ο Ν.Κ υπερασπίζεται το Νόημα ακόμη και τότε που αναφέρεται στο Μηδέν. Διότι ομιλεί από το βάθρο της ένωσης των ιδεών και των πνευματικών παραδόσεων –ένα βάθρο που διόλου δεν τον υψώνει πάνω από τη γη και το πραγματικό: «εντός της ύπαρξης» -γυμνός από κάθε μεταφυσική- φτιάχνει ποιήματα «κοσμικά», όχι με την έννοια της τρέχουσας εγκοσμιότητας αλλά με την έννοια της ιερότητας του σώματος, της ιερότητας της ε ν σ ά ρ κ ω σ η ς.
Η σωματικότητα, δεν είναι για τον Καρούζο μια ατομική υπόθεση – η σχέση με το δικό του σώμα, η υλική του συναισθησία• είναι η εγκόλπωση του εαυτού του εντός της καθολικής ψυχής, διαμέσου της οποίας παραλαμβάνει την υλικότητα του Ενός ανθρώπου. Από αυτό το καθολικό σώμα εκφράζεται και σ’ αυτό επιστρέφει• ως ιεροφάντης –μάγος και κοινωνός των μυστηρίων της ύπαρξης- και ως εξόριστος των ουρανών, έμπλεος οδύνης και συνήγορος του θανάτου.
Η ποιητική του πράξη είναι ένας νοήμων θρήνος• όχι με τον τρόπο που το πράττει η Δυτική ποίηση μετά την Αναγέννηση (η οποία στο βαθύτερο υπόστρωμά της θρηνεί την απώλεια της ενότητας των κόσμων) αλλά διαμέσου μιας καθαρής Οντολογίας προς την οποία τον κατευθύνει η φιλοσοφική του κλίση. Διότι, αν και παρακολουθεί την ανθρώπινη ιστορία στη διαρκή κίνηση και μεταβολή των πεπραγμένων της, το βλέμμα του εστιάζει στην αναλλοίωτο μοίρα με την οποία βαρύνονται όλα τα όντα. Έτσι, καταλήγει να ψηλαφίζει τη ματαιότητα (όπως ο Εκκλησιαστής), συντηρώντας το πένθος για την αμετάκλητη φύση της ανθρώπινης προοπτικής που παραμένει φθαρτή παρά την όποια διάσταση μεγαλείου.
Το υπογειάκι της Πλατείας Μαβίλη, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια, γίνεται η πιο αληθινή ποιητική του κατάθεση: δοκιμάζει λέξεις φωναχτά (με τον τρόπο του αναχωρητή που δοκιμάζει προσευχές για να συνομιλήσει με το θείο). Μέσα εκεί βρίσκει το δικό του ιερό: τη συνάντηση με το μηδέν. (H ύπαρξη βαραίνει όταν περισσεύει η ατομικότητα.) 
Όμως, στο μηδέν του Καρούζου -εντός του- ζούσαν ταυτοχρόνως οι ουρανοί του (το ίδιο λαμπεροί μ’ εκείνους του Ζαρατούστρα, ο οποίος μπορούσε να συνεχίζει και χωρίς Θεό γιατί ήταν ο ίδιος Υπεράνθρωπος). Γι’ αυτό άλλωστε, προς το τέλος, εγκατέλειψε κάθε βεβαιότητα που η πίστη δίνει στον άνθρωπο: για να γευτεί τους καρπούς του Αδάμ: την περιπέτεια της απελευθέρωσης (αλλά και την παράταση της οδύνης), την περιπέτεια της ανεξαρτησίας και της αναρχίας, την ελευθερία σκέψης και αίσθησης αντίστοιχα – μια ελευθερία η οποία συμπλέει μόνον με ο, τι είναι ουσιαστικό και αληθές.
Ο Ν.Κ. συνέδεε την πνευματική οδύνη (αναγκαία έκφανση της δημιουργικής δυνατότητας) με την πνευματική αθωότητα (ως αντιστοιχία της νηπτικής χριστιανικής παράδοσης), καταστάσεις που είχαν πραγματωθεί μέσα στο σώμα του Χριστού. Διότι ήταν αυτή ακριβώς η θρησκευτική του κλίση που τον είχε προσανατολίσει στην ανάγκη να γίνει η ποίησή του μια ολοκληρωμένη Πράξη ζωής.

Ωστόσο, εντός και εκτός της ποίησης, παραμένει η οδύνη της ίδιας της ύπαρξης, το πεπερασμένο σαρκίο. Κάποτε πίστευα πως η τέχνη του Νίκου Καρούζου είναι η γλώσσα ενός καθολικού τρόμου, η οντολογία της ανησυχίας μέσα στην χλωρίδα των παθών, μια γλώσσα φιλέρημος και φίλαυτις, που αποσαρθρώνει το ον, ψελλίζοντας ξόρκια για το θάνατο. Σήμερα ξέρω πως είναι η Φωνή, το Ρήμα που μας προσκαλεί να μετατοπιστούμε από την επίπλαστη πραγματικότητα στην αυθεντική ζωή των σπλάχνων: εκεί όπου η ατομικότητα και το άπειρο συμψηφίζονται, η ύπαρξη διαπλατύνεται και διευρύνεται προς το Καθόλου. Ο Καρούζος δεν συνδιαλέγεται με το φθαρτό για να το αποθεώσει αλλά για να το εμπλουτίσει με την αληθινή του ουσία• για να το αρτιώσει.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη

6 April 2007

*Από το http://poeticanet.com/dokimia.php?

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Κάρολος Μωραϊτης: Η Ζωή Και Η Δολοφονία Του Πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη

Στις 30 Μαϊου 2012 και ώρα 7.00 μ.μ. θα γίνει η παρουσίαση του νέου βιβλίου "Η Ζωή Και Η Δολοφονία Του Πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη" του εκλεκτού φίλου και συναδέλφου Κάρολου Μωραϊτη* στην  ΕΣΗΕΑ Ακαδημίας 20.
Τις επόμενες μέρες θα δημοσιεύσουμε και τα ονόματα των ομιλητών.

 

Κάρολος Μωραϊτης*
Η Ζωή Και Η Δολοφονία Του Πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη
Σελίδες: 276,  Α' Έκδοση: Αθήνα 2012
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στις 31 Μαΐου 1905 γράφτηκε μία από τις μελανότερες σελίδες στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης δολοφονήθηκε έξω από τα σκαλοπάτια της Παλαιάς Βουλής από το αμφίστομο μαχαίρι του Αντώνη Κωσταγερακάρη, ενός ανθρώπου του υποκόσμου, επειδή ως πρωθυπουργός αποφάσισε το κλεί-σιμο των χαρτοπαικτικών λεσχών.

Το ειδεχθές έγκλημα συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Η σύλληψη του δολοφόνου οδήγησε γρήγορα στην αποκάλυψη του ηθικού αυτουργού Γεώργιου Μητσέα. Στη δίκη που ακολούθησε, ο Κωσταγερακάρης καταδικάσθηκε εις θάνατον, ενώ ο Μητσέας σε φυλάκιση οκτώ ετών.

Το παρόν βιβλίο παρουσιάζει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό την πολιτική δράση, τη δολοφονία και τη δίκη των δύο δραστών, κυρίως μέσα από τον Τύπο της εποχής, που παρακολουθούσε καθημερινά με έκδηλο ενδιαφέρον την εξέλιξη της υπόθεσης.

_______________
*Ο Κάρολος Μωραΐτης, κερκυραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στην Φρεαττύδα του Πειραιά, τον Μάρτιο του 1956. Το 1974 τελείωσε το παλιό εξατάξιο γυμνάσιο του Κορυδαλλού και για τρία χρόνια παρακολούθησε μαθήματα λογοτεχνίας στο κέντρο σπουδών "Δολιανίτη", που λειτουργούσε τότε στην Αθήνα. Το 1979 γράφτηκε στην δημοσιογραφική σχολή "Όμηρος", από την οποία αποφοίτησε το 1981. Την ίδια χρονιά πέρασε στο δημοσιoγραφικό χώρο και ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα "Βραδυνή". Μετά την αναστολή έκδοσης του εν λόγω εντύπου, στις 4 Απριλίου 1989, προσελήφθη στην Ε.Ρ.Τ., στην οποία εξακολουθεί να εργάζεται μέχρι σήμερα. Παράλληλα με τη δημοσιογραφία ασχολείται και με την συγγραφή φιλολογικών, δημοσιογραφικών και καλλιτεχνικών βιβλίων. Είναι μέλος της Ε.Σ.Η.Ε.Α.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ αναστοχάζεται για το «καλό» και το «δίκαιο» και αναλύει το πώς καταλήξαμε σε μια εποχή κρίσης και αβεβαιότητας


Οδηγός για σαστισμένους
Οδηγός για σαστισμένους
Ο Τόνι Τζαντ πέθανε τον Αύγουστο του 2010 από μια σπάνια αρρώστια 
που του είχε προκαλέσει γενική παράλυση

«Είμαστε όλοι παιδιά των αρχαίων Ελλήνων» λέει ο Τόνι Τζαντ στο βιβλίο του Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα (Αλεξάνδρεια) και συμπληρώνει: «Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουμε τον Σωκράτη για να νιώσουμε πως ο ανεξέταστος βίος δεν αξίζει και πολλά. Είμαστε όλοι αριστοτελικοί θα πει και εκ φύσεως υποθέτουμε ότι η δίκαιη κοινωνία είναι εκείνη στην οποία επικρατεί η δικαιοσύνη, η καλή κοινωνία εκείνη στην οποία οι άνθρωποι φέρονται καλά. Αλλά για να είναι πειστική αυτή η θεώρηση πρέπει να συμφωνήσουμε τι σημαίνει "δίκαιη" και "καλά"».
Ο ιστορικός συγγραφέας Τόνι Τζαντ, που πέθανε από μια σπάνια ασθένεια τον Αύγουστο του 2010, αναστοχάζεται για το «καλό» και το «δίκαιο», αλλά και για το πώς φθάσαμε εδώ, σε μια εποχή κρίσης και αβεβαιότητας, όπου κανένας δρόμος δεν διαφαίνεται να οδηγεί προς την έξοδο. Ο Τζαντ ανησυχεί για την εκκόλαψη μιας νέας γενιάς χωρίς οράματα, συμβιβασμένης, που κυνηγάει την επαγγελματική επιτυχία, για την οποία γνωρίζει ότι αφορά λίγους. Η πολιτική εξοβελίστηκε από το λεξιλόγιο αλλά και από τη σκέψη των νέων.
Στη δεκαετία του '80 την πολιτική αντικατέστησε ο ακτιβισμός για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και στην καλύτερη περίπτωση ένα ενδιαφέρον για την κοινωνία των πολιτών και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μετά ήρθαν οι δύο χαμένες δεκαετίες. Στην πρώτη, του '90, οι φαντασιώσεις της ευμάρειας και της απεριόριστης προσωπικής ανέλιξης παραμέρισαν κάθε συζήτηση περί πολιτικής απελευθέρωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης ή συλλογικής δράσης. «Επί Κλίντον και Μπλερ», γράφει, «ο Ατλαντικός λίμνασε μέσα στην αυτοϊκανοποίησή του». Η επόμενη δεκαετία ήταν αυτή της κρίσης, που αποδιάρθρωσε τις κοινωνίες.

Σε ποιες συνθήκες αξίζει να ζούμε;
Ο Τόνι Τζαντ μας καλεί να ξανασκεφτούμε από την αρχή τι είναι αυτό που λείπει σε μια ανθρώπινη κοινωνία. Το ερώτημα γι' αυτόν είναι απλό: «Σε ποιες συνθήκες μπορεί και αξίζει να ζουν οι άνθρωποι;». Ο συγγραφέας θα ανακαλέσει και πάλι το «πολιτικό στοιχείο». Χρειαζόμαστε, θα πει, λόγους για να προτιμήσουμε μια πολιτική ή ένα σύνολο πολιτικών. Εκείνο που μας λείπει είναι μια ηθική αφήγηση: μια εσωτερικά συνεκτική εξήγηση που να προσδίδει στις πράξεις μας μια σκοπιμότητα που τις υπερβαίνει.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να συνοψίσει τα θεμελιώδη στοιχεία πάνω στα οποία θα πρέπει να ξεκινήσει ένας διάλογος, σε νέα καλούπια, τον οποίον ως τώρα οι πολίτες είχαν εγκαταλείψει στους μάνατζερ και στα think tanks. Οι πολίτες πρέπει να θητεύσουν στον αντιρρητικό λόγο, ο οποίος όμως θα παραμένει στα όρια του Νόμου και θα επιδιώκει στόχους με πολιτικά μέσα. Ενα από τα πρώτα στοιχεία του διαλόγου είναι το «κοινωνικό ζήτημα». Ο Τόνι Τζαντ επικαλείται τον Τζορτζ Οργουελ ο οποίος είχε παρατηρήσει κάποτε ότι «αυτό που έλκει τους συνηθισμένους ανθρώπους στον σοσιαλισμό είναι η ιδέα της ισότητας». Αυτό ισχύει ακόμα, γράφει, καθώς «η αύξουσα ανισότητα μέσα και ανάμεσα στις κοινωνίες είναι αυτή που γεννά τόσες και τόσες κοινωνικές παθολογίες. Οι τερατωδώς άνισες κοινωνίες είναι και ασταθείς κοινωνίες. Γεννούν εσωτερική διαίρεση και, αργά ή γρήγορα, εσωτερικό αλληλοσπαραγμό - συνήθως με αντιδημοκρατική έκβαση».
Η ενστάλαξη ενός αισθήματος κοινού σκοπού και αμοιβαίας εξάρτησης, πιστεύει, είναι ο συνδετικός ιστός κάθε κοινότητας. Ενα δεύτερο ερώτημα είναι τι θα γίνει με το κράτος. Ο φιλελευθερισμός το εξεδίωξε από την πολιτική του, αλλά το ανακάλεσε μόλις χρειάστηκε στήριγμα στις διάφορες κρίσης που τον συντάραξαν πρόσφατα. Χρειάζεται να σκεφτούμε τι είδους κράτος θέλουμε καθώς κάποια πράγματα που μπορεί να κάνει το κράτος δεν μπορεί να τα κάνει άλλος κανείς. Από την άλλη, πρέπει να σκεφτούμε την αγορά. Ο χειρότερος εχθρός της είναι η ίδια η αγορά, διατείνεται ο Τζαντ, και προτείνει ένα κράτος που θα έχει λόγο γι' αυτήν.


Με «πυξίδα» τη σοσιαλδημοκρατία
Ο Τόνι Τζαντ προτρέπει να μη διαγράψουμε το παρελθόν, να θυμηθούμε ξανά τα επιτεύγματα του 20ού αιώνα και να αντισταθούμε στη φούρια να ξηλώσουμε όσα μας έμαθε. Η σκέψη του γυρίζει στη σοσιαλδημοκρατία. Εκανε πολλά λάθη, έχασε τον προσανατολισμό της, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρωταρχικές της ιδέες, της ισότητας, της κοινωνίας με ίσες ευκαιρίες, της αλληλεγγύης, είναι για πέταμα. Οι εγωιστικές δεκαετίες είναι πια πίσω μας: χρειαζόμαστε σκοπούς, όχι ανέφικτους ή ουτοπικούς, αλλά συγκεκριμένους και πρακτικούς.
Ο συγγραφέας δίνει ένα σύνολο σκέψεων, έναν «οδηγό για σαστισμένους», αλλά όχι συνταγές ούτε βεβαιότητες. Τονίζει όμως ότι δεν αρκεί κανείς να επισημαίνει τις ανεπάρκειες του «συστήματος» και να αποσύρεται νίπτοντας τας χείρας του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ιδιαίτερα κριτικός προς την Αριστερά, την καλεί να πάψει να στηρίζεται στις δάφνες του παρελθόντος ή στις ολιστικές ουτοπίες της και να προτείνει συγκεκριμένες ιδέες για το μέλλον.

ΕΦΗΜ. ΤΟ ΒΗΜΑ 14/04/2012,
_____________________________________

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Το Λεωνίδιο τιμά τη μνήμη του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη





Η Δημοτική κοινότητα Λεωνιδίου του Δήμου Νότιας Κυνουρίας και ο Μορφωτικός Σύλλογος Λεωνιδίου, συνδιοργανώνουν την Τετάρτη 18 Απριλίου 2012 φιλολογικό μνημόσυνο, για τον πρόωρα χαμένο ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, γόνο της γνωστής οικογένειας του Λεωνιδίου Βαρβέρη.

Την παρουσίαση του ποιητικού έργου του Γιάννη Βαρβέρη θα κάνει η  διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων φιλόλογος κ. Μαρία Ψάχου. Απαγγελία ποιημάτων θα γίνει από την γνωστή ηθοποιό Εύα Κοταμανίδου, και  θα παρουσιαστεί σε βίντεο η τελευταία συνέντευξη του ποιητή στην ΕΡΤ λίγο πριν τον θάνατό του. Στην εκδήλωση θα παραβρεθεί η σύζυγός του και ο υιός του.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Γιάννης Βαρβέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955 και πέθανε στις 25 Μαΐου 2011. Σπούδασε νομικά. Εξέδωσε επτά ποιητικές συλλογές. Επίσης μετέφρασε και εξέδωσε Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο, Μαριβώ, Ουίτμαν, Σαντράρ, Πρεβέρ, Μρόζεκ, Κάριγκτον, Φέρρε, Μπρασένς καθώς και μια ανθολογία για το θάνατο. Από το 1976 γράφει κριτική θεάτρου (περ. Τομές, Η λέξη, εφημ. Καθημερινή). Αυτά και άλλα θεωρητικά κείμενα για το θέατρο συγκέντρωσε για το θέατρο σε τέσσερις τόμους (Η κρίση του θεάτρου -τρεις τόμοι, Πλατεία θεάτρου). Το 1996 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Κριτικής - Δοκιμίου. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ανθολογίες στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά και στα ρουμάνικα. Μεταφράσεις - αττικής και νέας κωμωδίας έχουν παρουσιαστεί στην Επίδαυρο και σε άλλα θέατρα. Το 2001 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων.


Εργογραφία

Ποίηση
Έν φαντασία και λόγω, Αθήνα, Κούρος, 1975, Αθήνα, Ύψιλον, 1984
Το ράμφος, Τραμ, 1978, Αθήνα, Ύψιλον, 1984, σελ. 60
Αναπήρων Πολέμου, Αθήνα, Ύψιλον, 1982, σελ. 71
Ο θάνατος το στρώνει, Αθήνα, Ύψιλον, 1986, Πιάνο βυθού, Αθήνα, Ύψιλον 1991, σελ. 64
Ο κύριος Φογκ, Αθήνα, Ύψιλον, 1993, σελ. 46
΄Ακυρο θαύμα, Αθήνα, Ύψιλον, 1996, σελ. 50
Ποιήματα 1975-1996, (συγκεντρωτική έκδοση), Αθήνα, Κέδρος, 2000, σελ. 411, ISBN: 960-041-778-4.

Κριτική Θεάτρου
Κρίση του θεάτρου (1976-1984), Αθήνα, Καστανιώτης, 1985
Κρίση του θεάτρου Β΄(1976-1984), Αθήνα, Εστία, 1991
Πλατεία θεάτρου, δοκίμια, Σοκόλης, 1994
Κρίση του θεάτρου Γ΄(1976-1984), Σόκολης, 1995

Δοκίμια
Σωσίβια λέμβος, λογοτεχνικά δοκίμια, Αθήνα, Καστανιώτης, 1999

Ανθολογία
Ελληνική Ποιητική Ανθολογία Θανάτου του εικοστού αιώνα (με τον Κ.Γ. Παπαγεωργίου), Αθήνα, Καστανιώτης, 1996.

Μελέτη
Κρίτων Αθανασούλης: μια παρουσίαση, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2001.


Μεταφράσεις
Λ. Φερρέ: Μια πρώτη παρουσίαση, Αθήνα, Κούρος, 1976
Ζ. Πρεβέρ: Θέαμα και ιστορίες, ποιήματα, Αθήνα, Νεφέλη, 1982
Λ. Κάριγκτον, Η αρχάρια και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Ύψιλον 1982
Ζ. Μπρασένς, Ο γορίλας και άλλα ποιήματα, Αθήνα, Ύψιλον, 1983
Σλ. Μρόζεκ, Δεύτερη υπηρεσία, θέατρο, Αθήνα, Δωδώνη, 1985
Μ. Σαντράρ, Πάσχα στη Νέα Υόρκη, ποιήματα, Αθήνα, Υάκινθος - Ρόπτρον, 1987, Αθήνα, Ύψιλον, 1999
Μολιέρου, Ζωρζ Νταντέν, θέατρο, 1991
Ο. Ουίτμαν, Στη γαλάζια όχθη της Οντάριο, ποίημα, Αθήνα, Ρόπτρον, 1992, Αθήνα, Ύψιλον, 1999
Μαριβώ, Η ψευτροϋπηρέτρια, Θέατρο, Αθήνα, Δωδώνη, 1998
Μενάνδρου, Σαμία, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 1997
Αριστοφάνους, Όρνιθες, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 1997
Μενάνδρου, Επιτρέποντες, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 1998
Αριστοφάνους, Λυσιστράτη, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 1998
Αριστοφάνους, Ειρήνη, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 2000
Μενάνδρου, Δύσκολος, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 2001
Αριστοφάνους, Πλούτος, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 2001

~~~~~~~~~~~~~~~~


Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης



Ο Γιάννης Βαρβέρης ανήκει στους νεώτερους κλώνους της γενιάς που εμφανίστηκε στην ελληνική ποίηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 και δείχνει εξαρχής απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά δεσμά που βάρυναν στα δοκιμαστικά τους βήματα ορισμένους από τους παλαιότερους. Ο χώρος του είναι από ιδρύσεως του ο χώρος μιας απερίφραστα ιδιωτικής περιοχής, όπου η ζωή αποκτά το καθολικό της νόημα μόνο μέσα από όσα ταλανίζουν αδιάκοπα την ατομική ύπαρξη. Το δέος του θανάτου, η διαδικασία του πένθους, το άγχος και το άχθος του έρωτα, η νυχτερινή περιπλάνηση στην πόλη, η προσήλωση στην τέχνη της ποίησης, που αποτελεί κι έναν τρόπο του οράν τον κόσμο, η λατρεία της γλώσσας και των ηχητικών παιχνιδιών, όπως και το είδωλο του εαυτού ενόσω αλλάζει κάθε τόσο μάσκες στον καθρέφτη: ιδού, σε πολύ συνοπτικές γραμμές, η εικόνα ενός αυστηρά προσωπικού ποιητή, που εκκοσμικεύεται χάρη στον τρόπο με τον οποίο μετατρέπει την υπαρξιακή κατά βάση θεματογραφία του σε αστική μυθολογία που παίρνει σχήμα και μορφή είτε με το διαρκές ταξίδι μέσα στην πόλη είτε με την παρατεταμένη παραμονή στους κλειστούς και μισοφωτισμένους ή ονειρικά παραμορφωμένους χώρου της.
Με ποιον ακριβώς, όμως, τρόπο γίνεται πράξη το έργο της ποίησης στη δουλειά του Βαρβέρη; Έκανα πολύ λόγο ως τώρα για τον εγγενώς ατομικό χαρακτήρα του στίχου του. Ατομικός, ωστόσο, ποιητής δεν σημαίνει κατ' ανάγκην και ένα εξομολογητικό ή αυτοαποκαλυπτικό πρόσωπο. Να φύγω πάλιν, ως ηθοποιός, που αλλάζει φορεσιά και απέρχεται γράφει σε κάποιο σημείο ο Βαρβέρης. Εδώ θα πρέπει, νομίζω, να σταματήσουμε. Σε κανένα σημείο της πορείας του δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε ένα σταθερό στις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του ποιητικό αντικείμενο. Ο πρωτοπρόσωπος κατά κανόνα αφηγητής του, που αποτελεί συνήθως και τον κεντρικό του ήρωα, υποδύεται κάθε φορά κάτι διαφορετικό: ψυχρός εκτελεστής και ανυπεράσπιστο θύμα, ηδυπαθής νάρκισσος και δυσκίνητο, απορριγμένο σώμα, δονζουανικός κυνηγός και αφοσιωμένος εραστής, άκαρδος πατέρας και εγκαταλελειμμένος γιος, κυνικός σύντροφος και πιστός φίλος, νεάζων υπερήλιξ και υπερώριμος έφηβος. Ένα εγώ που διαμελίζεται σε πολυμελή θίασο, για να περιτρέξει κομμάτι κομμάτι τους δρόμους και τα στέκια του μητροπολιτικού αστικού κέντρου, και να επιστρέψει διαλεκτικά στον εαυτό του, οχυρωμένο ξανά πίσω από το σκληρό, αδιαφανές του κέλυφος.
Η πολυδιάσπαση του ποιητικού εγώ οδηγεί εκ των πραγμάτων και στην πολυμορφία του ύφους: η απροκάλυπτη ειρωνεία ( ή ο αυτοχλευασμός), αλλά και η καθαρώς δραματική εκφορά της φωνής, η αφηγηματική αλληλουχία, αλλά και η συνειρμική συνεπαγωγή, το ασύνδετο των εικόνων, αλλά και ο περιγραφικός ρεαλισμός των παραστάσεων, η κυριολεξία των αυτοβιογραφικών παραπομπών, αλλά και η παραχρήμα αλληγορική μετάπτωση τους. Κι όλα αυτά, εννοείται, απολύτως συνειδητά και εσκεμμένα, σε μια προσεκτικά και με πάσα φροντίδα προετοιμασμένη και ενορχηστρωμένη σύνθεση, όπου η ετερονομία και η αυτοπάθεια αποθεώνονται εν εκστάσει από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή.
Ας σημειωθεί επιλογικά ότι ο Βαρβέρης ασκεί την κριτική του θεάτρου από το 1976 και ότι έχει μεταφράσει Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο και Μαριβώ, αλλά και Λεο Φερρέ, Ζακ Πρεβέρ, Λεωνόρα Κάρινγκτον, Ζώρζ Μπράσενς, Μπλεζ Σαντράρ και Ουώλντ Ουίτμαν.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός Λογοτεχνίας




Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία του Γιάννη Βαρβέρη
(αποσπάσματα από κριτικές)

Εν φαντασία και λόγω, Αθήνα, Κούρος, 1975, Αθήνα, Ύψιλον 1984.

… Στην συλλογή Εν φαντασία και λόγω, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια σαφώς ανιχνεύσιμη ευαισθησία, μέσω της οποίας εντοπίζονται με διαύγεια οι νοησιαρχικές της αφετηρίες, που δεν είναι άλλες από την πρώιμη κιόλας εμφάνιση του θανάτου. Ακόμη, ολόκληρο το βιβλίο, το χαρακτηρίζει μια γενική αυστηρότητα, και τα πράγματα προβάλλουν μέσα από αφηρημένες έννοιες, ενώ το μόνο μη αφηρημένο είναι το ζεύγμα "έρωτας-θάνατος", καθώς και ένα έντονο συνειδησιακό πρόβλημα, καλυμμένο κάτω από μια άκρα γλωσσική επάρκεια…

Γιώργος Μαρκόπουλος
Ποιητής
Περιοδικό Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Μάιος 2001

~~~~~~


Ο θάνατος το στρώνει, Αθήνα, Ύψιλον, 1986.

…Μια πρώτη ματιά στα ποιήματα της συλλογής αυτής εντοπίζει για μια ακόμα φορά, ό,τι είχε εξαρχής εντοπιστεί ως σημαντικό στο λόγο του Γ. Βαρβέρη. Εννοώ τη στοχαστικότητα, ήδη, από το Εν Φαντασία και Λόγω (1975), και τη μεγάλη ικανότητα στην οικοδόμηση του ποιήματος, κάτι που πρόδιδε τουλάχιστον μακροχρόνια θητεία κοντά σε ώριμες ποιητικές συνειδήσεις. Εντοπίζει όμως και πάλι, για να έρθουμε κατευθείαν τώρα στον ίδιο τον κόσμο του ποιητή, την ιδιοσυγκρασιακή σχέση του με την αίσθηση και την ιδέα του θανάτου…

Αλέξης Ζήρας
Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
Νο 48 11-12/1986

~~~~~~

Ο θάνατος το στρώνει

… Ο Γιάννης Βαρβέρης επιστράτευσε ξανά τη χρήση της σάτιρας, της αμείλικτης ειρωνείας, της λακωνικής ή αποφθεγματικής γραφής, του διαβρωτικού μαύρου χιούμορ, του εγωκεντρικού, κλειστού λόγου και της συμπαγούς εκφραστικής δομής, οργανωμένης συχνά γύρω από μιαν ιδιοφυή και ιδιότυπη σύνταξη. Η υπερρεαλιστική καταγωγή των καταθέσεών του είναι βέβαια και πάλι ορατή, χωρίς όμως να δρα καταλυτικά στο σύνολο των στίχων του: ο ποιητής από τη μια πλευρά δε θέλει να αποκρύψει την εκλεκτική του συγγένεια με τους Γάλλους και Έλληνες προπατορές του, αλλά και από την άλλη πλευρά δεν παραδίδεται άνευ όρων δεν τον ξεγελούν τα φερσίματά μας και οι αβεβαιότητές μας"…
Ο Γιάννης Βαρβέρης, αυτός ο αμετανόητος εραστής του πιο θανάσιμου reductio ad absurdum, αναλίσκεται σε μια άνιση μάχη, προτιμώντας το γράψιμο απ' οτιδήποτε άλλο. Στο τέλος μένει κάτι: αυτό ακριβώς είναι που επαληθεύει την αστείρευτη δύναμη του ποιητή να αναπαράγεται μέσα στην αμφιβολία, στην ήττα και στην οριακή αδυναμία του Εγώ του, εξακολουθώντας να οραματίζεται με σθένος το ανέφικτο: την αθανασία.

Γιώργος Βέης
Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ Νο 162, 25-2-1987

~~~~~~

Πιάνο βυθού, Αθήνα, Ύψιλον 1991
Σελ. 64

…Ενδεικτικός της ευρηματικότητας του Βαρβέρη είναι ο τίτλος Πιάνο βυθού: προσδιορίζει ως σύνολο το βιβλίο αλλά και το ομώνυμο ποίημα που φαίνεται να ορίζει συνοψίζοντας το τέλος ή την ολοκλήρωση του βιβλίου…

Η θεματική του βιβλίου αναπτύσσεται γύρω από το διφυές ζωή-θάνατος όπου τα δύο μεγέθη λειτουργούν ως παραπληρωματικά, επιβάλλεται όμως η δεσμευτική ισχύς του θανάτου. Στον κειμενικό κόσμο του βιβλίου ο χρόνος μετράται κυρίως ως παρελθόν = πολύτιμο περιεχόμενο μνήμης…

Ο Βαρβέρης οφείλει στην ευαισθησία και στην ευφυία του το προνόμιο να διαθέτει κατά τεκμήριο από την αρχή της ποιητικής παραγωγής του σχεδόν πλήρως διαμορφωμένο μυθικό = θεματικό σύμπαν, που έχει καταθέσει στα πέντε μέχρι στιγμής βιβλία του με εντυπωσιακή αίσθηση οικονομίας, και εννοώ μ' αυτό: πυκνότητα και σαφήνεια. Με το τελευταίο βιβλίο του τεκμηριώνει την ενσυνείδητη διαδικασία που ακολουθεί για την παρουσίαση αυτού του μυθικού σύμπαντος, για τη δημιουργία δηλ. της γλωσσικής επιφάνειας ως ομόλογου οχήματος των σημασιολογικών επιλογών του…

Άλκηστις Σουλογιάννη
Φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ Νο 66, 7-9/1992


~~~~~~

Ο κύριος Φογκ, Αθήνα, Ύψιλον, 1993 Σελ. 46

… Ο κύριος Φογκ είναι μια ενότητα-σύνθεση, λοιπόν με ποιήματα που φιλοδοξεί, μέσα από την αντιστροφή του μύθου του Ιουλίου Βερν, Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες, να αποτελέσει τρόπον τινά ένα μικρό ατομικό έπος γύρω από τη ρομαντική μοναξιά ως καταφύγιο του σύγχρονου ανθρώπου…

Γιώργος Μαρκόπουλος
Ποιητής
Περιοδικό Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Μάιος 2001

~~~~~~

Φογκ

Σε αντίθεση προς τον ήρωα του Ιουλίου Βερν που έκανε τον γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, ο ήρωας του Βαρβέρη μένει βυθισμένος στην πολυθρόνα του και βλέπει τον κόσμο να κινείται εμπρός του. Ανασυγκολλώντας θραύσματα των θεματικών μοτίβων του σε μια νέα αφήγηση, ο ποιητής κατορθώνει να βγει έξω από τον εαυτό του προσφέροντας έτσι μια αντικειμενικότερη εκδοχή, μια πιο πραγματική υπόσταση στο τόσο ιδιωτικό, δοκιμασμένο και οριστικό ηττημένο δικό του εσωτερικό κόσμο.

Ελισάβετ Κοτζιά
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1-4-2001

~~~~~~

Άκυρο θαύμα, Αθήνα, Ύψιλον, 1996 Σελ. 50

…Με εξαιρετικά δουλεμένη γλώσσα, προχωρημένη εικονοποιία και υψηλή δραματική ένταση, ο Βαρβέρης δείχνει στο "Άκυρο θαύμα" πόσο γόνιμα μπορεί να εκμεταλλευτεί ο ποιητής το παρελθόν του, ανανεώνοντας τις πηγές του και, ταυτοχρόνως, συνεχίζοντας σταθερά στη ρότα του, σε μια πορεία φανερής ωρίμανσης…

Ο Βαρβέρης εν σώματι: ό,τι τον έπλασε και τον έθρεψε έρχεται ξανά στην επιφάνεια καθαρότερο και πιο κατασταλαγμένο από οποτεδήποτε άλλοτε. Κι ό,τι ο ίδιος δημιούργησε και μετέβαλε σε κόσμο ( το σύνολο της ποιητικής του μυθολογίας) επανακάμπτει πανοραμικά, για να ανασυσταθεί σ' ένα ευρύτερο καθολικό τοπίο…
Ο Βαρβέρης, χωρίς αμφιβολία, σε μιαν από τις καλύτερες ώρες του.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 12-2-1997

~~~~~~

Σωσίβια λέμβος, λογοτεχνικά δοκίμια, Αθήνα, Καστανιώτης, 1999

Στέλιος Λουκάς: …Η "λέμβος" σας δείχνει να τα καταφέρνει στο πέλαγος της μνήμης. Γιατί θέλετε να την ταξιδέψετε στη θάλασσα της λήθης;

Γιάννης Βαρβέρης: Η μνήμη είναι ένας ασφαλής, υπήνεμος όρμος. Μέσα του, με πανί το συναίσθημα, σουλατσάρουν πολυτελώς και υπερηφάνως τα προσωπικά μας ακάτια, υπό τον έλεγχό μας, βεβαίως. Όταν τολμήσουν να βγουν έξω απ' τον όρμο, στην ανοιχτή θάλασσα του χρόνου, εκεί τα περιμένει η λήθη. Αυτό το απλό και αναπόδραστο εννοώ και για τα κείμενα του τόμου. Δεν τρέφουν ούτε τρέφω ψευδαισθήσεις. Κάποια στιγμή ο όρμος σε διώχνει κι έχεις να παλέψεις με το ανοιχτό πέλαγος - που βέβαια είναι η λήθη. Θυμάμαι τον ποιητή Δημήτρη Δούκαρη: "Κάποτε όλα θα τα σκεπάσει το αρμυρό νερό". Όσα είπαμε… νερό κι αλάτι.

- Με το βιβλίο σας αυτό εσείς τι διασώζετε, που είναι πολύτιμο και αγαπημένο και για τους άλλους;
- Ουσιαστικά δε διασώζω - και άλλωστε παρακαλώ να μείνουν μακριά από μένα οι τυχόν ελληνοχριστιανίζουσες κινδυνολογίες. Κατ' ουσίαν προτείνω: προτείνω γνώμες (τρέμω την πολύπαθη "άποψη"), πρόσωπα που κατ' εμέ λάμπρυναν τον ελληνικό λόγο στην ποίηση και γενικά στη λογοτεχνία, κι ακόμα ίσως προτείνω μερικούς δρόμους αισθητικής ή συγκίνησης γνωστούς, πολύ γνωστούς, ειπωμένους όμως ενδεχομένως με τον ιδιαίτερο τρόπο που τους βίωσα. Μέγιστη φιλοδοξία μου ακριβώς αυτή: κάποιοι απ' τους "τόπους" αυτούς να αγαπηθούν κι από άλλους. Το βάρος της πειθούς πέφτει σε μένα…

- Μεγαλώνοντας με λέξεις, τι σπουδαίο μάθατε;
- Έμαθα μέσω αυτών να ξαναλέω λιγάκι (πολύ λίγο) ποιητικά τον κόσμο. Επίσης, θαρρώ πως έμαθα, μέσω της ιστορίας τους, και λίγη ιστορία. Με "προδίδουν" όμως τώρα. Φανατικός του έρωτά τους, δεν μπορώ να τις εγκαταλείψω για την τεχνολογική αλφάβητο, απαραίτητη για την επιβίωσή μας. Μπορεί έτσι όλοι εμείς, οι εραστές των λέξεων, να απομείνουμε στη συνείδηση των επερχόμενων ή των ήδη επελθόντων ως γραφικά απολιθώματα. Αλλά να σας πω και τι άλλο: δε θα προτιμούσα, ως γελοίος παλίμπαις, να παρασταίνω τώρα τον τεχνογνώστη, να υποδύομαι δηλαδή ένα βηματισμό, που δε μου ανήκει. Είμαι πια 45 χρόνια όμηρος των λέξεων. Δεν έχω αληθινή αναπνοή για νέους φανατισμούς…

Εφημ. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ,
26-11-2000

~~~~~~

Ποιήματα 1975-1996, Αθήνα, Κέδρος 2000
Σελ. 411

Ο Γιάννης Βαρβέρης δεν είναι ποιητής δραματικός. Όταν αρχίζει να μιλάει το παιχνίδι έχει ήδη ολοκληρωθεί. Νωχελικός και "εραστής των εξαρχής χαμένων στοιχημάτων" έχει διαρκώς στο νου του το ταξίδι, χωρίς ωστόσο να τον διακατέχει κανένας πόθος μετακίνησης, γιατί αυτό θα έμοιαζε με υποψία ελπίδας. Χωρίς επιθυμία αλλαγής βλέπει την κίνηση σαν μοίρα για την οποία ξέρει πως δεν είναι πλασμένος. Σώμα βασανισμένο από τις ερωτικές του επιθυμίες, από την νοσταλγία και από τον ύπουλο βηματισμό του θανάτου που κάθε τόσο τριγυρίζει σιμά του, ζει μέσα σε ένα κλίμα παραδοχής της ήττας του, αφήνοντας πότε πότε την πίκρα του να ξεχειλίσει κάποιο λυγμό του να ακουστεί.
Διότι η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη δεν φοβάται το συναίσθημα. Ζει μέσα του και υπάρχει για να το εκφράζει. Ο λόγος του δοκιμάζεται διαρκώς απέναντι την εγγενώς μελοδραματική τάση που έχει το συναίσθημα να πνίγει στα δάκρυα ό,τι αγγίζει, και η πρόκληση της τέχνης του Βαρβέρη βρίσκεται ακριβώς εκεί: στο ότι μέσα σε συνθήκες κάποιας ρευστής και ασαφούς διάθεσης, κάποιας fluidite που υπάρχει στο έργο του, η ποιητική του φωνή κατορθώνει να μιλήσει, να ξεχωρίσει και να ακουστεί. παρομοίως το έργο τολμάει να αντιμετωπίσει και να ακουστεί. Παρομοίως το έργο τολμάει να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο και κάτι ακόμα: το άφατο, και ταυτοχρόνως κοινότοπο που είναι ο θάνατος. Ο αφηγητής αφήνει την ψυχή του να διαποτιστεί από τον φόβο του, τον μελετά, του απευθύνει τον λόγο και προσπαθεί να τον συλλάβει…

Ελισάβετ Κοτζιά
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1-4-2001

~~~~~~

Ποιήματα

Αν θα μπορούσε μια φράση να αποδώσει την ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη, δεν θα ήταν άλλη από αυτή του Φερνάντο Πεσόα για τον άνθρωπο που έχει τη σοφία να παραμένει θεατής της ζωής. Μια φράση που εξόργισε τον συμπατριώτη του Ζοζέ Σαραμάγκου όταν την πρωτοδιάβασε, αλλά για το έργο του Βαρβέρη ίσως είναι το καταλληλότερο μότο.
Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα να επιβεβαιώσουμε την "τακτική του θεατή" που ανέπτυξε σε επτά συλλογές, κατά τη διάρκεια μιας κρίσιμης όσο και δημιουργικής εικοσαετίας (1975-1996) με αποκορύφωμα τη συλλογή Ο κύριος Φογκ (1993)…
Ωστόσο το 1993 ο Βαρβέρης, που αισθάνεται έντονη την ανάγκη μιας ανανέωσης τόσο στον τρόπο γραφής του όσο και στη θεματολογία του, δημιουργεί την persona του κυρίου Φογκ και πια μέσω αυτού μας αφηγείται με έναν λόγο στοχαστικό το τραγικό 24ωρο ενός ανθρώπου που βρίσκεται καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα. Ο Φογκ θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ήρωας του Σάμιουελ Μπέκετ, έτσι όπως παρατηρεί με στωικότητα το τέλος της ιστορίας, "οχυρωμένος" πίσω από τη δική του ανικανότητα να συγκινήσει και να συγκινηθεί. Εδώ ο "θεατής" βρίσκει την πλήρη δικαίωσή του, αφού βλέπει πως ο κόσμος που με τόσο πάθος αρνήθηκε δεν αλλάζει πια από τις ιδέες του αναγεννησιακού ανθρώπου αλλά από την απρόσωπη τεχνολογία.

Νίκος Δαββέτας
Ποιητής
Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-12-2001
~~~~~~

Ποιήματα '75 - '96

…Μια ποίηση ελευθερόστιχη, αλλά που διαθέτει ποιητική προσωδία, υπόκρυφους ποιητικούς ρυθμούς γεμάτους μελωδικές "μουσικές" και "παλμούς" ιδεών, στοχασμών, κοινωνικών κρίσεων, βιωμάτων, αισθημάτων, συναισθημάτων του ποιητή. Ποίηση με βαθιές "χαράξεις", που όμως συχνά θέλουν να μοιάζουν ανεπαίσθητες. Να κρύβουν ότι είναι "χαράξεις" υπαγορευμένες αλλού από έρωτα, αλλού από οδύνες, αλλού από πεισιθανάτιο αίσθημα κι αλλού από ελπίδα που λαχταρά να φτερουγίσει βέβαιη και να επαληθευτεί. Η ποίηση του Γ. Βαρβέρη δεν είναι μόνο ποίηση λόγου, είναι και ποίηση της σιωπής…

Αριστούλα Ελληνούδη
Δημοσιογράφος
Εφημ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 31-1-2001
~~~~~~

Γενικό

… το στιβαρό και πολύπτυχο έργο του Γιάννη Βαρβέρη. Ένα έργο, συνώνυμο της απόλυτης συνέπειας, της ακαταμάχητης αφοσίωσης και της αυταπάρνησης. Ένα έργο, όπου από την πρώτη μέχρι και την τελευταία στροφή, η αταλάντευτη όσο και απαρέγκλιτη - δεκαετίες δυόμισι τώρα - στάση του δημιουργού του απέναντι σε κανόνες τέχνης και ζωής προσδιορίζει, σηματοδοτεί και διδάσκει. Ένα έργο, όπου μέσα από αυτόν τον θλιβερό κόσμο των ερειπίων του (γιατί -ας μη γελιόμαστε- αυτός είναι πράγματι ο κόσμος του Βαρβέρη), μας στέλνει πάντα ως αντίδωρο την καλλιέπεια και την υψηλή ποιότητα της γραφής. Ένα έργο, όπου μέσα από τα χιλιάδες πρόσωπα και προσωπεία του, εκείνα που χρησιμοποιεί τάχα για να κρυφτεί, δεν κάνει άλλο από το να μας αποκαλύπτεται σε κάθε στιγμή, σε κάθε πτυχή με παρρησία, κόστος αλλά και γενναιότητα καταπληκτική. Ένα έργο, που έχει καταστήσει βήμα το βήμα, λίαν ευδιάκριτο, όσο ολίγων άλλων, το στίγμα του, αλλά και που έχει καταλάβει, τέλος, μία περίοπτη θέση, ήδη, μέσα στην ποίησή μας.

Γιώργος Μαρκόπουλος
Ποιητής
Περιοδικό Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Μάιος 2001

~~~~~~

Από τη συλλογή "ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ" (1996) Από τη συλλογή
"Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ" (1986)

ΣΩΜΑ ΣΕ ΜΠΑΝΙΟ

Το σώμα χαλαρώνει στην μπανιέρα
ενταφιασμένο αφρόλουτρα, νερά.
Εξέχει το κεφάλι και θαυμάζει
ακίνδυνα τα κύματα. Μπουνάτσα.
Πρόβα νεκρού σε σίγουρο παρόν
και για παρόν
πρόβα μη μέλλοντος.
Πλαδαρότης μηδέν.
Χάδια του σφουγγαριού
στο σώμα λεν ευχαριστώ που υπάρχει.
Ξεπροβάλλει. Να ένα γόνατο δειλό.
Βγήκε να δε. Κρύβεται πάλι.
Όμως ποιο δάχτυλο τα βρήκε με την αλυσίδα
κι όλο το χθες σε θόρυβο ρουφιέται;
Το σώμα πανικόβλητο
προς τον πυθμένα υποχωρεί
παλεύει να ντυθεί
τ' απόνερά του
Πέφτει σε ξέρα τελικά.

Μετά, τι να κρατήσουνε τα ρούχα.
Σώμα θα ξεβραστεί σε μέρα πάλι


Απ' τη συλλογή "Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ" (1986)

SAVOIR MOURIR

Αν έρθετε στην κηδεία μου
θα'ρθω κι εγώ στη δική σας.


Απ' τη συλλογή "Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ" (1986)

ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΙ ΕΓΩ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ' εμένα
και στο σώμα σου.

Από τη συλλογή "ΑΕΥΡΟ ΘΑΥΜΑ" (1996)

Υποψίες περί τα όργανα της τάξεως

Κινήσεις ύποπτες, μικροσυνωμοσίες.
Η τάξη των οργάνων μου αταξία
παιδιών την ώρα του μαθήματος.
Εγώ, ο δάσκαλος. Δεν εξετάζω χτεσινά
πάντα ζητώ αποστήθιση στο παρακάτω.
Νεφρούς και καρδία
συκώτι ετάζω και πνεύμονες.
Όλα τους διαβασμένα.
μόλις ρωτήσω άγνωστο, νεράκι.
Έτσι το κρύβουν το άγνωστο
γιατί είναι πάντα παρακάτω.
Τέτοιοι δαίμονες. Αλλά κι εγώ
συχνά τους βάζω αιφνίδια διαγωνίσματα:
Αμέσως τώρα βγάλτε μια διπλή κόλλα χαρτί.
Ζήτημα πρώτο: αίμα, γενική αίματος.
Δεύτερο: ζάχαρο, ουρία, κρεατινίνη.
Δέκατο κι εικοστό.
Με ταχύτητα καθιζήσεως δώστε μου τις κόλλες.
Άριστα όλες. σαν μικρού παιδιού.

Μετά, χαϊδεύω τα όργανα στα κεφαλάκια τους.
Κι ας με μισούν
στην ίδια τάξη χρόνια χωρίς διάλειμμα
κι ας είναι σίγουρο πως κάποιο
θα δώσει μια μέρα το σύνθημα
και σηκωτόν όλα μαζί θα με πετάξουν
έξω από την τάξη -
στο προαύλιο
που δεν υπάρχει.


Από τη συλλογή "Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ" (1986)

Η ΖΩΗ

Κάτω απ' το χώμα εδώ η ζωή
μακραίνει
κι όλο χτενίζουμε
του διπλανού μας τα μαλλιά
κι ο ένας του άλλου
κόβουμε τα νύχια.

Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί
νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν' ανασηκώνονται
τα δάχτυλα βαριά
να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό
τη σάρκα που έμεινε.

Γιάννης Βαρβέρης 

___________________________

Ειδήσεις