~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
σελίδες της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα" συντάκτες: Αγαθή Γρίβα-Αλεξοπούλου, Πάνος Αϊβαλής, Πόπη Βερνάρδου, Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη,
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~

yfos

yfos
"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν' ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος υποψήφιος για το φετινό Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από το Καστανοχώρι Μεγαλοπόλεως προτάθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών

Ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος τιμήθηκε ομόφωνα 
από το Δημοτικό Συμβούλιο Μεγαλόπολης


"Εδώ, σ’ αυτά τα χώματα γεννήθηκα / Ανάμεσα σε πέτρες και σε δάκρυα / ολοκλήρωσα το έργο μου. / Πλούσια φυτρώνανε τα στάχυα στους αγρούς / έσφυζε η ζωή και τα δρεπάνια τα τσαπιά / βιολιά και φλάουτα. / Τώρα το όμορφο χωριό λίκνο νεκρών / Ομως αγέραστη η καρδιά / σα βάρκα του Οδυσσέα λάμνει ακάθεκτη / και η μοναξιά εξαφανίζεται / ανάμεσα σε φλόγες της μνήμης".


...νέα ποιητική συλλογή του Μεγαλοπολίτη Ηλία Σιμόπουλου «Ράθυμες ώρες» μόλις, κυκλοφόρησε στη Μεγαλόπολη από τις αρκαδικές εκδόσεις «Επιλογή»
Το βιβλίο διατίθεται από το βιβλιοπωλείο «Επιλογή» τηλ 27910 25007 στη Μεγαλόπολη, καθώς και από βιβλιοπωλεία της Τρίπολης και της Αθήνας.


-



Ο συμπατριώτης μας ποιητής κ. Ηλίας Σιμόπουλος επιφανής λόγιος της εποχής μας από το Καστανοχώρι Μεγαλοπόλεως προτάθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών ως υποψήφιος για το φετινό Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας με συνυποψήφιο τον ακαδημαικό συγγραφέα και ποιητή Ιάκωβο Καμπανέλη.
Ο Ηλίας Σιμόπουλος γεννήθηκε το 1913 στο Καστανοχώρι Μεγαλοπόλεως όπου έλαβε την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών βίωσε στα φοιτητικά του χρόνια όλους τους αγώνες για την κατοχύρωση των Δημοκρατικών Θεσμών της πατρίδας μας. Πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Στο χώρο των Γραμμάτων εμφανίστηκε επίσημα το 1946, όταν κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική του συλλογή. Το πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει 20  ποιητικές συλλογές πολυάριθμες μελέτες και ποιητικές ανθολογίες. Πολλά από τα ποιήματά του έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές Ευρωπαικές χώρες, ενώ αρκετά απ’ αυτά έχουν δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά.
Ο Ηλίας Σιμόπουλος υπηρέτησε πάνω από 50 χρόνια τα Ελληνικά Γράμματα, έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και τιμήθηκε με τη θέση του Γενικού Γραμματέα, του Αντιπροέδρου και του Προέδρου μέχρι το 1989, οπότε και αποσύρθηκε. Αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για τα Ελληνικά Γράμματα και το τόπο μας. Το ανεκτίμητο ποιητικό του έργο μας καθηλώνει με τη γνώση της γλώσσας, την ενδελεχή μελέτη των στίχων και την καθαρότητα των ματιών της ψυχής του. Στους στίχους των ποιημάτων του βλέπουμε να τραγουδά πάντα μια από τις αγνότερες ποιητικές φωνές που συνθέτουν το χαρακτήρα ενός ποιητή με ήθος και αρετή, ο οποίος εμφορείται από υψηλά ιδανικά.
Είναι, λοιπόν, μεγάλη η τιμή που έγινε στον συμπατριώτη μας τροβαδούρο των απλών ανθρώπων του λαού μας που τους διακρίνει ο ηρωισμός της καθημερινότητας και αυτή η τιμή αντανακλά σε όλους μας και ιδιαίτερα στην πατρίδα του την Αρκαδία, για το εκλεκτό τέκνο της.
Επομένως είναι φυσικό το Καστανοχώρι και η Μεγαλόπολη να σεμνύνονται ιδιαίτερα για τον υποψήφιο  του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας συμπατριώτη μας και για ένα πρόσθετο λόγο, αφού μέσα από τη ποίησή του υμνεί αφενός μεν τη πατρώα γη αφετέρου δε το θεσμό της Αναβίωσης των Λυκαίων Αγώνων στο Λύκαιο Όρος.
Ο Ηλίας Σιμόπουλος έχει τιμηθεί πολλές φορές και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για το έργο του. Έχει τιμηθεί και από τον Δήμο Μεγαλόπολης.

Η υποψηφιότητα του για την κορυφαία αυτή διάκριση που γίνεται κάθε χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο είναι κυρίως τιμή και δικαίωση για τον ίδιο στα 98 του χρόνια.

Για όλα τα παραπάνω ΟΜΟΦΩΝΑ το Δημοτικό Συμβούλιο Μεγαλόπολης αποφασίζει τις ακόλουθες τιμές :
1. Να εκφράσει τα Θερμά  Συγχαρητήρια το Σώμα στο Μεγάλο Συμπατριώτη μας Λογοτέχνη για την όλη προσφορά του.
2. Να τιμηθεί από το Δήμο Μεγαλόπολης σε μελλοντική εκδήλωση ανάλογης εμβέλειας με το βεληνεκές του έργου του.
3. Να επιδοθεί το ΨΗΦΙΣΜΑ στον τιμώμενο.
4. Να δημοσιευθεί το παρόν ψήφισμα στο τοπικό και Αθηναικό τύπο.

Μεγαλόπολη 28-1-2011

Ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Μεγαλόπολης
          Τάσος Κάβουρας

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Pablo Neruda:Αγάπη


   ΠΟΙΗΣΗ:  


Τόσες μέρες, άι, τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;


Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πώς και πότε.


Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.


Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.


Πού να ‘ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα ματιά σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερικοκιές.


Γι’ αυτό αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
σημαιοστόλιστος και πενθηφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο, σαν το φιλί.
Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου

* * * * * * * * * * * * * * * *

ΔΑΝΑΗ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ - ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ
Αφιερώθηκε στον πολιτισμό και στον αγώνα
Μια μεγάλη μορφή του πολιτισμού μας, με πολυσήμαντη δημιουργική προσφορά στις Τέχνες και τα Γράμματα και συνεπή αγωνιστική δράση, υπήρξε η Δανάη Στρατηγοπούλου - Χαλκιαδάκη, που «έφυγε» από τη ζωή, τον περασμένο μήνα (18/1). Πνευματική προσωπικότητα, πάντα ανήσυχη και ασυμβίβαστη, η τραγουδίστρια με τη βελούδινη φωνή, που ονομάστηκε «αηδόνι του Αττίκ», ήταν συνάμα η ποιήτρια που, με τη μεταφραστική πένα της, πρώτη «έφερε» στην Ελλάδα τα ποιητικά «Απαντα» του μεγάλου Χιλιανού, παγκόσμιου ποιητή, Πάμπλο Νερούδα και το κορυφαίο «Κάντο Χενεράλ». Η ελληνική ευαισθησία της έσμιξε «με τον αντρίκειο χιλιανό λόγο και γέννησε στα Γράμματά μας τον Ελληνα Νερούδα», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, αναφερόμενος στο μεταφραστικό έργο της. Η ίδια, τρέφοντας απεριόριστο θαυμασμό για τον Νερούδα, τον «Ομηρο του 20ού αιώνα της αμερικάνικης κοσμογονίας» και την τέχνη του, ανέφερε: «Είναι ο άνθρωπος που ταυτίστηκε με τον κόσμο της δουλειάς, τον πάντα αδικημένο σ' αυτόν τον πλανήτη. Και όχι με λόγια. Είναι ο ποιητής, που η ποίησή του δεν είναι καμωμένη από λόγια, αλλά από έργα. Ο στίχος του είναι έργο - ποίημα. Το βλέπεις, το πιάνεις στη χούφτα σου, το ακουμπάς στην καρδιά σου κι ακούγεται διπλό τικ - τακ...». Αυτήν τη μεγάλη ποίηση ακούμπησε στην καρδιά της η Δανάη, αφουγκράστηκε την ομορφιά και το μεγαλείο της και την έφερε κοντά στον ελληνικό λαό μέσα από σπουδαίες μεταφράσεις.
Από τη «Μάντρα» στο ...«χαράκωμα»
Η Δανάη με τον Πάμπλο Νερούδα
Εχοντας ζήσει το μεσοπόλεμο στη Γαλλία - εποχή μεγάλων ζυμώσεων και ανατροπών - η Δανάη, που ήδη έχει αρχίσει να δημοσιογραφεί, βρίσκεται στα τέλη του 1935, για πρώτη φορά, μπροστά στον διάσημο πρωτεργάτη της θρυλικής «Μάντρας», τον Αττίκ. Η πρώτη ακρόαση τής δίνει το «διαβατήριο» για την έναρξη των εμφανίσεών της στη «Μάντρα», εκεί όπου χρίστηκε ως η ιδανική ερμηνεύτρια του ανεπανάληπτου Κλέονα Τριανταφύλλου (Αττίκ). Το «αηδόνι» με τη βελούδινη φωνή σφραγίζει τραγούδια και των άλλων μεγάλων συνθετών του μεσοπολέμου: Αττίκ, Κώστα Γιαννίδη, Γιάννη Σπάρτακου, Χρήστου Χαιρόπουλου, Μιχάλη Σουγιούλ κ.ά. Σε δύσκολη εποχή, η Δανάη χάρη στο ταλέντο και την ποιότητα των ερμηνειών της φτάνει στην ωριμότητα της τραγουδιστικής της καριέρας. Το τραγούδι είναι η άμυνά της... Με το πέρασμα του χρόνου, η Δανάη έχει πλέον καθιερωθεί ως μεγάλη τραγουδίστρια, όχι μόνο στη «Μάντρα», αλλά και στη συνείδηση του κόσμου. Οπου κι αν τραγούδησε στη συνέχεια, σε θέατρα, σε κέντρα, γνωρίζει το θαυμασμό, τη λατρεία. Η ύπαρξή της - συνυφασμένη απόλυτα με τον πιστό, μελωδικό της σύντροφο, την κιθάρα της.
Με τον πόλεμο του 1940 βρίσκεται στο δικό της «χαράκωμα», προσπαθώντας με τη φωνή και την κιθάρα της να επουλώσει τις πληγές της ψυχής των τραυματιών. Παίρνει μέρος στον ΕΑΜικό αγώνα (στην Κατοχή κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Ελένη Σοφιανοπούλου), παλεύοντας να εξασφαλίσει λίγο φαγητό για τους πεινασμένους, να μεταφέρει ένα πατριωτικό μήνυμα, να βοηθήσει κάποιον που κινδύνευε... Μέσα στη σκοτεινιά της Κατοχής, δε σταματά να τραγουδά, να εμψυχώνει... Οπως τότε, στο άλσος του Πεδίου του Αρεως, που τη χειροκροτούσαν δυο χιλιάδες άνθρωποι συνέχεια, επί δέκα λεπτά. Είχε ήδη «μπει» στην Οργάνωση και τα τραγούδια της δεν ήταν άσχετα με το αντιστασιακό της έργο. Ο κόσμος έπιανε τα μηνύματα, ακόμα και μέσα από «αθώους» στίχους. «Στη σαρανταπεντάχρονη τραγουδιστική μου σταδιοδρομία», έλεγε χρόνια αργότερα η Δανάη, «ποτέ άλλοτε δε θυμάμαι να τραγούδησα σε τόσο ενθουσιώδες κοινό, όσο στην Κατοχή. Βλήματα φονικά αποτελούσαν τα δημοτικά μας τραγούδια και οι διφορούμενες μαντινάδες. Είδα νέους να ζητωκραυγάζουν στο άκουσμα των κλέφτικων τραγουδιών μας. Ηλικιωμένους να κλαίνε από συγκίνηση με το "Ο Γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει...". Μου φιλούσαν τα χέρια, ζητούσαν περισσότερα τραγούδια, τα είχαν ανάγκη». Η τόλμη της να τραγουδήσει τη «Σαμιώτισσα» το 1942, στο «Αλσος» όπου εμφανιζόταν, τη φέρνει για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη με τους κατακτητές. Με την κατηγορία της υποδαύλισης επαναστατικών διαθέσεων, φυλακίζεται από τους Γερμανούς και στη συνέχεια ζει την αγωνιώδη κούρσα της καταδίωξής της. Η καταδίωξή της συνεχίστηκε και μεταπολεμικά από τα Τάγματα Ασφαλείας. Ενα βράδυ στο «Αλσος» την κατέβασε κάτω μια παρακρατική οργάνωση με τα πολυβόλα. «Μου είπαν, εσύ είσαι Βουλγάρα, δεν πρέπει να τραγουδάς στην Ελλάδα». Με την ίδια λογική που της αποδόθηκε η «βουλγαρική ιθαγένεια», έκλεισαν τότε για την Δανάη και οι δίαυλοι επικοινωνίας της με το κοινό. «Με έκοψαν από το ραδιόφωνο, με έκοψαν από παντού», έλεγε, αργότερα, η μεγάλη καλλιτέχνιδα που για την αντιστασιακή της δράση, όπως άλλωστε η πλειοψηφία των αγωνιστών, έτσι και αυτή κυνηγήθηκε, ταλαιπωρήθηκε, «γεύτηκε» τις πίκρες, τη φυλακή και αργότερα, την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967, την αυτοεξορία. Σε δύσκολους καιρούς, έχασε τον αγαπημένο της άντρα, συναγωνιστή της στο ΕΑΜ, Γιώργο Χαλκιαδάκη. Κατόρθωσε να ξανασταθεί στα πόδια της και να ξαναλειτουργήσει, μέσα από το τραγούδι.
Στη Χιλή με τον Νερούδα
Το 1965, η Δανάη φτάνει για πρώτη φορά στη Χιλή, κοντά στην αδελφή της Μίρκα, καθηγήτρια, ειδικευμένη στο μεσαιωνικό τραγούδι. Η γνωριμία της με τον Πάμπλο Νερούδα και το μοναδικό πνεύμα του ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της. «Με τη συνεργασία μας με τον Νερούδα», ανέφερε, «που περιλάμβανε και ένα καταπληκτικό έργο που το θεωρώ άθλο, την επιτυχημένη δηλαδή έκδοση ενός δίσκου με τραγούδια βασισμένα σε ποίηση Νερούδα και σύνθεση δική μου, που τα τραγούδησα στα χιλιανά - και ήταν η πρώτη φορά που μελοποιεί ποίηση του Νερούδα - μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα σαν άνθρωπο». Η συνεργασία με τον κορυφαίο ποιητή έδωσε στη Δανάη την ευκαιρία, την έμπνευση να προχωρήσει στις μεταφράσεις του έργου του. Στο διάστημα της πρώτης εξάμηνης παραμονής της στη Χιλή, τελειοποιεί τις γνώσεις της στα ισπανικά και βοηθά αποτελεσματικά τον σπουδαίο Χιλιανό ελληνιστή Μιγέλ Καστίγιο Ντιντιέ να μεταφράσει στα Ισπανικά την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη. Παράλληλα, πραγματοποιεί συναυλίες, μαγεύοντας Χιλιανούς, Αργεντινούς και Περουβιανούς με τη φωνή της, ενώ μετέχει σε επιστημονική ερευνητική αποστολή στη Γη του Πυρός και ασχολείται με τη Λαογραφία.
 Τρεις μήνες μετά την επιστροφή της στην Αθήνα, η χούντα των συνταγματαρχών γίνεται η αιτία να πάρει το δρόμο της αυτοεξορίας πλέον στη Χιλή, όπου θα μείνει έξι χρόνια. Ζει στο ρυθμό της πνευματικής ζωής της Χιλής και διορίζεται τακτική καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο, όπου διδάσκει στα ισπανικά Ελληνική Λαογραφία και Δημοτική Ποίηση. Μπολιάζοντας τα έργα του Νερούδα με αποδόσεις που έχουν την προσωπική της σφραγίδα, η Δανάη μετέφρασε το «Κάντο Χενεράλ» (11 τόμοι), που βραβεύτηκε σε διεθνή διαγωνισμό της Λιψίας. Την ίδια περίοδο, καταθέτει κι έναν ποταμό λογοτεχνικών, ποιητικών, λαογραφικών έργων και άρθρων της, που προβάλλουν την Ελλάδα, όπως το «Cantos de los Griegos», που περιλαμβάνει μεταφρασμένα στα ισπανικά γνωστά δημοτικά μας τραγούδια.
Με τη δικτατορία του Πινοσέτ ξαναγυρίζει στην πατρίδα. Από τότε αφοσιώθηκε στη μετάφραση και στην προσωπική της λογοτεχνική δημιουργία, «ένα είδος ποίησης - ρεπορτάζ, αλλά και πεζογραφίας». Μετέφρασε Ελληνες ποιητές στα γαλλικά και Λόρκα στα ελληνικά, ενώ πάντα ήταν παρούσα στα κοινά. Η Χιλή, ο λαός της, η ποίησή της, δεν έπαψαν ποτέ να τη συνοδεύουν. «Η Χιλή έγινε η δεύτερη πατρίδα μου. Και, βέβαια, ο Πάμπλο Νερούδα έγινε ο αγαπημένος μου φίλος. Ως την ώρα που κι εκεί τα τανκς ισοπέδωσαν τη Χιλή και τον Νερούδα», έλεγε. Η βράβευσή της με το παράσημο Orden Libertador Bernardo O' Higgins της Δημοκρατίας της Χιλής - απονέμεται σε εξέχουσες προσωπικότητες των Γραμμάτων, Τεχνών και Πολιτικής - είναι το «ευχαριστώ» του χιλιανού λαού για την προσφορά στον πολιτισμό τους, για τη διάδοση του έργου του Νερούδα, αλλά και της Γαβριέλας Μιστράλ, της Χιλιανής ποιήτριας που επίσης βραβεύτηκε με Νόμπελ. Για την προσφορά της στον αγώνα κατά τη γερμανική Κατοχή, της έχει απονεμηθεί Μετάλλιο με Δίπλωμα από την Πανελλήνια Ενωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, για τα 50 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ.
Ανθρωπος προικισμένος με πολλά πνευματικά και ψυχικά χαρίσματα, η Δανάη Στρατηγοπούλου, σε όλη της τη ζωή, στάθηκε δίπλα στους αγώνες για το δίκιο του λαού μας, ενώ υπήρξε πάντα θερμή φίλη του ΚΚΕ. Η προσφορά της στον πολιτισμό ήταν αλληλένδετη με την αγωνιστική της δράση...
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Εφημ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Νίκος Γκάτσος - 100 Χρόνια από την γέννησή του...

 (1911-1992): ποιητής, μεταφραστὴς καὶ στιχουργὸς ἀπὸ τὴν Ἀσέα Αρκαδίας



O Νίκος Γκάτσος Γεννήθηκε στην Ασέα της Αρκαδίας.
Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίποληόπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία,
αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών.  Στη συνέχεια μετέβη στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ήξερε ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά  και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό,
το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή
με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής
http/el.wikipedia.org/wiki/Νίκος_Γκάτσος


Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός

Διαβάστε την "Αμοργό" στο:
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikos_gkatsos_amorgos.htm

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του συμπατριώτη μας Βασίλη Κουνέλη με τίτλο "Νοματαίος" από τις εκδ. Ωκεανίδα



Νοματαίος
 Βασίλης Κουνέλης
Πρώτη έκδοση:
17/01/2011
Σελίδες: 328


Mια ιστορία ενηλικίωσης για ενήλικες. 


Νοματαίος


Έφηβος, είπατε; Ο δικός μας έφηβος δεν είναι απλώς έφηβος. Μοιάζει με επιστήμονα της ζωής, της ίδιας της ζωής του. Τα καταλαβαίνει όλα και δεν καταλαβαίνει τίποτε, καθώς η φαντασία του περιπλανιέται ανάμεσα στις ιστορίες της γιαγιάς του στην ορεινή Αρκαδία, στις αναμνήσεις του αριστερού θείου του και στην ολίγον ροκ Αθήνα της δεκαετίας του ’70. Ερωτεύεται τραγουδώντας Σαββόπουλο, ενώ κρυμμένος κάπου στο άλσος της Νέας Σμύρνης βυθίζεται στην τρυφερή αγκαλιά της πρώτης του αγαπημένης. Τι είναι αυτό που τα κάνει να μοιάζουν όλα γύρω του μοναδικά; Τίποτε και όλα, κυρίως όμως η αθωότητα της ματιάς, το χιούμορ του όσο παρακολουθεί την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης να προχωράει τον δρόμο της κάπου ανάμεσα στην κακοφωνία της πολιτικής, στα παλιά συντηρητικά αντανακλαστικά και στη θέληση ενός ανθρώπου να βρει τον εαυτό του.

Κι όλα τελειώνουν μ’ ένα σώμα καλοριφέρ που ξεριζώνεται από τον τοίχο της σχολικής τάξης με στόχο τον αντιπαθέστατο καθηγητή. Ή μήπως τίποτε δεν τελειώνει; Γιατί στις περιπέτειες του Νοματαίου κρύβονται τα μυστικά της σημερινής Ελλάδας, η ανατομία μιας κοινωνικής βίας που γεννιέται και ωριμάζει στην αθωότητα της εφηβείας, η ήττα της πολιτικής, ο θρίαμβος μιας νεότητας που παλεύει να κερδίσει τον κόσμο για να ανακαλύψει, μέσα από τις ήττες της, πόσο πολύτιμη είναι η ζωή της.

«Παρόν, παρελθόν και μέλλον γίνονται ένα στη λαχτάρα για ζωή που εκπέμπει ο Νοματαίος του Βασίλη Κουνέλη», λέει ο συγγραφέας Στρατής Χαβιαράς«Οικογένεια, φίλοι, κόντρες μέσα στις κόντρες, μαθήματα ιστορίας από πρώτο χέρι, κόμματα κι ένας πρώτος έρωτας που θέλει να σαρώσει τα πάντα είναι οι πέτρες που λαξεύει μία-μία ο συγγραφέας και το κονίαμα με το οποίο δομεί το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα. Ο Νοματαίο ςείναι μια ιστορία ενηλικίωσης για ενήλικες».





 Βασίλης Κουνέλης 

Ο Βασίλης Ν. Κουνέλης γεννήθηκε στο Χαλάνδρι το 1964 (από γονείς Αρκάδες από την Βλαχέρνα) και σπούδασε μουσική, νομικά και εγκληματολογία στην Αθήνα. 
Είναι μαχόμενος δικηγόρος και συμμετείχε ως συνήγορος σε σημαντικές δίκες, όπως στην υπόθεση της «17 Ν» στο Εφετείο και τον Άρειο Πάγο, κ.ά. Άρθρα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, τα περισσότερα από αυτά στην εφημερίδα Εποχή. 
Είναι μέλος της Επιτροπής Περιβάλλοντος του Δ.Σ.Α., ενώ το 1998 ίδρυσε με άλλους πολίτες την περιβαλλοντική οργάνωση «Αεί Μαίναλον», την οποία και εκπροσωπεί.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Δ.Ι. Καραμβάλης: H ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΩΣΤΑΡΑ



Ένας υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος
 που μάχεται στα μέτωπα  των καιρών τονίζοντας πως 
«Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΟΧΙ ΦΥΓΗ». 




Πολλά και ποικίλα θέματα διαπραγματεύεται η εμπνευσμένη γραφίδα του Νίκου Κωστάρα, πνευματικού δημιουργού με πολύπλευρο και πολύχυμο έργο. Μιλά για τη διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας και την αξία της, καταθέτοντας πλούσιο τον οβολό του για την υπεράσπιση του ευαίσθητου αυτού παλμογράφου, που είναι και εργαλείο μνήμης και συνείδησης. Το έργο του είναι προϊόν ευθύνης. 
Μιλά για την ξεχασμένη επέτειο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, και τη σημασία της στο σύγχρονο ελληνισμό, με γλώσσα ποιητικότατη και σφύζουσα, με πλούσιο λεξιλόγιο και με φόρτιση νού και ψυχής. Πραγματοποιεί εύστοχες παρατηρήσεις και οι θέσεις του είναι σημαντικότατες και καίριες. Ακόμη άνθρωπος με οικολογικές ανησυχίες και μηνύματα μιλά με καημό για τη μόλυνση του περιβάλλοντος, αναλύει τους λόγους και τα αίτια και προτείνει λύσεις πριν να είναι πολύ αργά. 
Ένας υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος που μάχεται στα μέτωπα των καιρών τονίζοντας πως «Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΟΧΙ ΦΥΓΗ». 
Η γλώσσα του είναι στέρεα δομημένη, ενώ θέτει σημαντικότατα ερωτήματα και προβληματισμούς, ευαισθητοποιώντας έτσι τον δέκτη – αναγνώστη των κειμένων του. Είναι μέλος πολλών σωματείων και ιδρυμάτων και προσφέρει ανιδιοτελώς τις πολύτιμες υπηρεσίες του ενώ αξίζει να μιλήσουμε για το πολυσχιδές των δραστηριοτήτων του καθώς και τις αρκετές δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά έντυπα και εφημερίδες. Η εργασία του είναι και ερευνητική και έχει προσωπικό ύφος και ταυτόχρονα τεκμηριώνει το λόγο του με πολλές αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα. Δίκαια το έργο του έχει αναγνωριστεί, βραβευτεί και τιμηθεί. Ακόμη αρκετά από τα κείμενά του τα έχει εμπνευστεί από την μακρόχρονη θητεία του στις θάλασσες και τους ωκεανούς με μεγάλα ποντοπόρα πλοία και το έργο του αποπνέει δροσιά και αρμύρα. Είναι ένας Έλληνας και ταυτόχρονα πνευματικός πρεσβευτής μας και ένας σημαντικός τομέας αναφοράς είναι τα ήθη και τα έθιμα, η παράδοση και η ιστορία.
Συγχαίρουμε τον Νίκο Κωστάρα για το πλούσιο έργο του και του ευχόμαστε υγεία και πνευματική δημιουργία.
Δημήτρης Ι. Καραμβάλης
Δικηγόρος – Λογοτέχνης

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Φώτης Κόντογλου, “Χριστούγεννα στη σπηλιά”, (διήγημα)


διήγημα/  λογοτεχνία

Χριστούγεννα στη σπηλιά, Φ. Κόντογλου.
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δέν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωΐ ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ’ έπιασε κ’ έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.
Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ’ έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ’ εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ’ οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί νά ‘ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ’ ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.
Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.
Θά ‘τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θά ‘τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάϊδαρο, είπε πως το πρωΐ είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.
Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυό άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού ‘χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά.
«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ’ η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά.
«Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να τό ‘λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια – Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ’ επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε νά ‘ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!
Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ‘κανε!»
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ’ έτρεμε σαν θερμιασμένο.
«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!»
Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιό βαθιά.
Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ’ έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!
Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.
Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ’ έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ’ είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.
Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κ’ ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κ’ ήτανε από τη Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ‘μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ’ επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’ – Απόστολο με τον μούτσο.
Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…», φτάξατε κ’ εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»!
Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
Στο μεταξύ ο πάτερ – Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ’ είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίδοντας τα χέρια του:
«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ’ έκανε τον σταυρό του.
Ο πάτερ – Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ’ είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ’ ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»
Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ’ η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ’ ύστερα ξυπνούσε κ’ έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε
«την βρώσιν και την πόσιν».
αναπαραγωγή σε ψηφιακή μορφή από 24grammata.com


Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Σπήλαιο Κάψια: Ένα μνημείο της φύσης ανοίγει τις πύλες του στο κοινό.


     
Θεωρείται ένα από τα δέκα πιο αξιόλογα σπήλαια της χώρας μας. Η ηλικία του φτάνει τα τρία εκατομμύρια χρόνια, ωστόσο πρώτος το επισκέφθηκε το 1887 ο Γάλλος  αρχαιολόγος Γουσταύος Φουζέρ που πραγματοποιούσε ανασκαφές στην Αρχαία Μαντινεία. Η πρώτη έρευνα του σπηλαίου πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από μια ελληνογαλλική ομάδα σπηλαιολόγων. Θεωρείται επομένως ότι ανακαλύφθηκε από το σπηλαιολόγο Νίκο Σιδερίδη, ο οποίος δημοσιεύοντας τα αποτελέσματα της έρευνας του έδωσε έμφαση στην ύπαρξη ανθρώπινων οστών και πήλινων αντικειμένων εντός του σπηλαίου.
Η εξερεύνηση και χαρτογράφηση του σπηλαίου συνεχίστηκε σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα από ελληνογαλλική ομάδα υπό το σπηλαιολόγο Ι. Ιωάννου, ενώ σημαντική θεωρείται και η έρευνα του βιολόγου Α. Μπαρτσώκα το 1981 σχετικά με τα παλαιολιθικά ευρήματα του σπηλαίου,  υποστηρίζοντας την άποψη του βίαιου θανάτου (πνιγμού) των ατόμων στα οποία ανήκαν οι σκελετοί. Άλλη θεωρία ωστόσο υποστηρίζει ότι ο χώρος χρησιμοποιείτο ως νεκροταφείο. Με πλούσιο εσωτερικό φυσικό διάκοσμο από πολύχρωμους σταλαγμίτες και σταλακτίτες, το σπήλαιο Κάψια αποτελεί τμήμα του συστήματος καταβοθρών της περιοχής, για την απορροή των βρόχινων νερών στον μαντινειακό κάμπο που πλημμύριζε και μετατρεπόταν σε λίμνη κατά τη διάρκεια του 4ου και 5ου αιώνα μ.Χ. Αποτέλεσε λατρευτικό χώρο κατά τους χριστιανικούς χρόνους.
Βρίσκεται στο χωριό Κάψια, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Τρίπολη, στο δρόμο προς Βυτίνα. Η διαδρομή μεταξύ των σταλακτιτών και σταλαγμιτών, που εκτείνονται σε επιφάνεια 6,5 στρεμμάτων, έχει μήκος περίπου 450 μ. και ειδικό φωτισμό που προστατεύει το σημαντικό αυτό μνημείο της φύσης. Το σπήλαιο είναι πλέον ανοιχτό στο κοινό. Τα εγκαίνια της λειτουργίας του έκανε ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης ο γ.γ. της Περιφέρειας Πελοποννήσου Φώτης Χατζημιχάλης, ενώ παραβρέθηκαν ο αιρετός περιφερειάρχης Πέτρος Τατούλης, δήμαρχοι της Αρκαδίας και εκατοντάδες πολίτες.

Ειδήσεις