Σκέψεις για τη λογοτεχνία του Θανάση Βαλτινού, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων Επείγουσα ανάγκη ελέου (εκδ. Εστία).
Του Κώστα Κατσουλάρη*
Στην προ διετίας έρευνα που πραγματοποίησε η Book Press σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο Πολιτεία για την ανάδειξη των 100 καλύτερων βιβλίων της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας, στην οποία συμμετείχαν 120 συγγραφείς, πεζογράφοι και ποιητές, ο Θανάσης Βαλτινός ξεχώρισε ως ο πιο επιδραστικός εν ζωή Έλληνας λογοτέχνης. Τέσσερα βιβλία του συγκαταλέγονται μεταξύ των 100 καλύτερων της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Κάθοδος των εννιά, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Στοιχεία από τη δεκαετία του 60, Ορθοκωστά), κάτι που τον διακρίνει αισθητά από τους άλλους 11 εν ζωή συγγραφείς που έχουν όλοι τους από ένα βιβλίο στον κατάλογο· αυτή την «επίδοση», δε, τη μοιράζεται μονάχα με τρεις ακόμη λογοτέχνες, τους δυο νομπελίστες μας και τον Νίκο Καζαντζάκη. Δεν είναι στις προθέσεις μας να αποδώσουμε στην εν λόγω έρευνα μεγαλύτερη σημασία από αυτή που ενδεχομένως μπορεί να έχει· μας ώθησε ωστόσο να ξανασκεφτούμε ορισμένες όψεις της συγγραφικής φυσιογνωμίας του Βαλτινού στις οποίες αξίζει να σταθούμε και που ίσως ερμηνεύουν την ειδική βαρύτητα που φαίνεται να έχει στη συνείδηση των συγκαιρινών του συγγραφέων.
Μια παρουσία ιδιόρρυθμη, με κενά, ρήγματα, σιωπές και αποσιωπήσεις, και ταυτόχρονα μια παρουσία που προκάλεσε την άμεση και ενθουσιώδη αναγνώρισή του από την κριτική για την πρωτοτυπία των τρόπων του και τη στιβαρότητα της γραφής του.
Σταθερή και μεγάλη σε διάρκεια παρουσία
Ακόμη κι αν πάρουμε ως αφετηρία της διαδρομής του τη δημοσίευση το 1963 του αφηγήματος Η κάθοδος των εννιά, κι όχι την δημοσίευση και βράβευση πέντε χρόνια νωρίτερα του διηγήματος Κατακαλόκαιρο από τον Ταχυδρόμο, ο Βαλτινός συμπληρώνει φέτος 53 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά γράμματα (31 χρόνια χωρίζουν την Κάθοδο από την Ορθοκωστά)· μιας παρουσίας ιδιόρρυθμης, με κενά, ρήγματα, σιωπές και αποσιωπήσεις, και ταυτόχρονα μια παρουσία που προκάλεσε την άμεση και ενθουσιώδη αναγνώρισή του από την κριτική για την πρωτοτυπία των τρόπων του και τη στιβαρότητα της γραφής του – κυρίως μετά την κυκλοφορία, το 1972, του εμβληματικού βιβλίου τουΣυναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη.
Ένστικτο και καρτερία
Χαρακτηριστική είναι επίσης η ιδιαίτερη μέριμνα που επέδειξε ο Βαλτινός, από την αρχή της πορείας του, ώστε κάθε του κείμενο να μην βλέπει τη δημοσιότητα παρά όταν θα έχει πλέον μεστώσει έχοντας αποτινάξει από πάνω του καθετί το περιττό και το αβέβαιο. Η λιτότητα που χαρακτηρίζει το εκφραστικό ύφος του επεκτείνεται και στη συνολική του παραγωγή, η οποία παραμένει σχετικά μικρή σε σχέση με το χρονικό εύρος μέσα στο οποίο γεννιέται και δημοσιεύεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα corpus στο οποίο απουσιάζουν τα λιποβαρή βιβλία, αφού ακόμη κι εκείνα που φαίνεται να συγκεντρώνουν σκόρπια κείμενα μιας εποχής –όπως η τελευταία του συλλογή, που έδωσε την αφορμή για τη συγγραφή αυτού του σημειώματος, ή παλιότερα η συλλογή Εθισμός στη νικοτίνη κ.ά.– δεν συγκροτούνται ως σώμα παρά μόνο από τη στιγμή που έχουν αποκτήσει το απαραίτητο ειδικό βάρος. Ως προς αυτό, ο Βαλτινός διαθέτει ένστικτο και καρτερία· τη γρανιτένια σιγουριά των μεγάλων.
Πρωτότυπο λογοτεχνικό αποτύπωμα
Ο Θανάσης Βαλτινός με τον Αντρέα Κορδοπάτη.
|
Το τρίτο χαρακτηριστικό του συγγραφέα Βαλτινού έχει να κάνει με την πρωτοτυπία της φωνής του, με την ίδια τη φύση του έργου του, το αποτύπωμά του,τη στόφα του. Συνταιριάζοντας μοντέρνα και μεταμοντέρνα υλικά –φερτά θα έλεγε κανείς περισσότερο από το μέλλον και λιγότερο από τη δυτική σύγχρονη γραμματεία–, με ό,τι πιο γνήσιο και στιβαρό υπάρχει στην διαχρονία της ελληνικής παράδοσης, από την αρχαία τραγωδία έως τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη, από το δημοτικό τραγούδι και τα εκκλησιαστικά κείμενα μέχρι τον προφορικό λόγο των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, ο Βαλτινός κατέβηκε θα έλεγε κανείς γερά αρματωμένος και ώριμος στο παιχνίδι της λογοτεχνίας, με όλα αυτά τα στοιχεία να μοιάζουν ζυμωμένα μέσα του από καιρό – σχεδόν καταγωγικά. Ταυτόχρονα, με τον τρόπο που εντάσσει την Ιστορία στις αφηγήσεις του, ήδη από την αρχή, υιοθετεί το μέτρο της ατομικής, ανθρώπινης φωνής, αποφεύγοντας με επιμονή και απολύτως συνειδητά τις γενικεύσεις, τις ευρυγώνιες συνθέσεις, την αναπαράσταση των μεγάλων και απρόσωπων ροών της Ιστορίας. Κάνοντας σοφή χρήση της δραματουργικής δύναμης της «μαρτυρίας» (για την αναγκαιότητα ή όχι αυτών των εισαγωγικών θα μπορούσε να γίνει πολύς λόγος), σχεδόν όλα τα κείμενά του έχουν τον χαρακτήρα μιας αθέλητης εξομολόγησης, που ρέει αβίαστα, βγαίνει θα έλεγε κανείς μέσα από τον τόπο, δεν είναι προϊόν της διανόησης αλλά της ίδια της γης. Τα πράγματα μιλιούνται από μόνα τους, κι οι άνθρωποι, συχνά απλοί, τραγικοί ήρωες εξ ανάγκης, στις περισσότερες περιπτώσεις, γίνονται φορείς αυτού του λόγου και όχι υποκείμενα. Μέσα από αυτούς μιλάει η Ιστορία, δεν λένε απλώς τις ιστορίες τους. Η χρήση, από την άλλη, του έντυπου «ντοκουμέντου», το ψάρεμα μέσα από τους ποταμούς γραπτού λόγου που ρέουν στους δαιδάλους των πόλεων, είτε πρόκειται για μια μικρή αγγελία είτε για τις οδηγίες χρήσης μιας ηλεκτρικής συσκευής, μαρτυρά τη διάθεση του Βαλτινού να μεταφέρει τον λόγο από τον «έξω κόσμο» στον «μέσα κόσμο» του κειμένου, αναδιατάσσοντας τις χρήσεις και τις σημασίες, οι οποίες καθώς εγκαταλείπουν το χάος του πραγματικού κόσμου για το οργανωμένο χάος της κειμενικής πραγματικότητας, μετατοπίζονται, κλονίζονται, μοιάζουν αίφνης όχι να επιτελούν μια λειτουργία, αλλά να μιλούν για λογαριασμό του κόσμου από τον οποίο αποσπάστηκαν με αυθεντικότητα πρωτόγνωρη για τις γνωστές τεχνικές της μυθοπλασίας. Από τα Στοιχεία της δεκαετίας του 60 έως και τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα, η χρήση του «τεκμηρίου» απηχεί αυτή τη διάθεση του Βαλτινού, στην αναμέτρησή του με τον ακατάσχετο βόμβο της πόλης, στην ουσία να παραμείνει σιωπηλός.
Συνοψίζοντας: δύσκολα μπορεί κανείς να σκεφτεί πολλούς συγγραφείς, κι όχι μόνο στο στενό ελληνικό πλαίσιο, που να έχουν καταφέρει να βάλουν στο ίδιο πιάτο τόσο ετερογενή υλικά (ανοίκεια χρήση των «τεκμηρίων», από τη μία, παράθεση ή «μίμηση» του αυθεντικού λόγου αρχαϊκών ανθρώπων, από την άλλη) και το λογοτεχνικό αποτέλεσμα να είναι τόσο συμπαγές και συνεκτικό. Τόσο αφύσικα φυσικό.
«Επείγουσα ανάγκη ελέου»
Στη συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε πρόσφατα συναντά κανείς πολλά από τα παραπάνω, αλλά και μερικές ακόμη ποιότητες της λογοτεχνικής γραφής του Βαλτινού που, στα πιο θεματικά βιβλία του, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Το βιβλίο αποτελείται από εικοσιένα διηγήματα, τα 17 από τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο την τελευταία δεκαετία, με το παλαιότερο να έχει φιλοξενηθεί στο περιοδικό Το δέντρο το 2005, ενώ τα πιο πρόσφατα γράφτηκαν μέσα στο 2015 και δημοσιεύονται για πρώτη φορά σε αυτή εδώ τη συλλογή. Το διήγημα που χάρισε τον τίτλο του στο βιβλίο φιλοξενήθηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο το 2007.
Το εναρκτήριο διήγημα με τον τίτλο «Φουραντάν» είναι τυπικό μιας ορισμένης «τεχνοτροπίας» του Βαλτινού, αυτής που έχει χαρακτηριστεί ως στοχευμένη χρήση πραγματικών ή επινοημένων τεκμηρίων – στη συγκεκριμένη περίπτωση μιμείται την «απομαγνητοφώνηση». Το διήγημα έχει τη δομή ανάκρισης, μετά από τη δηλητηρίαση μιας κοπέλας από τη μητέρα της, λόγω αθέλητης εγκυμοσύνης. Ταράζει με τη γύμνια του, όσο και με την αλήθεια του, και μας τραβάει εκόντες-άκοντες στον κόσμο του βιβλίου. Ακολουθούν πέντε ομάδες των τεσσάρων διηγημάτων, καθεμιά από τις οποίες ο συγγραφέας ονομάζει Τρίπτυχο. Κάθε Τρίπτυχο διαθέτει τη δική του προμετωπίδα και κάποια, χαλαρή, ενότητα μεταξύ των διηγημάτων.
Στο πρώτο Τρίπτυχο το ενοποιητικό στοιχείο μοιάζει να είναι το ερωτικό ρίγος. Η σωματοποιημένη συγκίνηση που επιστρέφει, συνήθως, στη μνήμη και ξαναδίνει νόημα σε λέξεις και αντικείμενα μιας περασμένης εποχής. Η φράση με την οποία κλείνουν τα διηγήματα, τόσο αυτά όσο και τα επόμενα, δίνει συνήθως τον τόνο, αποκαλύπτει –όπως θα έλεγε ο Ρικάρντο Πίλια– την «κρυφή ιστορία» που θάλλει κάτω από την εμφανή, πρώτη ιστορία. Ξεχωρίζουν τα «Αυτή η Γαλλίδα», για τον θείο που έχασε ένα μέλος του από φουρνέλο γιατί αφαιρέθηκε στη θέα μιας «Γαλλίδας» σε κοντινή παραλία, αλλά και το «Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο», για τη βαθιά ματαίωση που επιφέρει σε μια γυναίκα που μεγαλώνει η κάμψη της ερωτικής διάθεσης.
Στο δεύτερο Τρίπτυχο, πρωταγωνιστές μοιάζουν να είναι τα αντικείμενα. Ένα αρχαίο μωσαϊκό που έρχεται στο φως σε ένα ταπεινό σπίτι, ένα ταγάρι, ένα αγγείο, ένα σκουλαρίκι. Ξεχωρίζει η συγκινητική «Μεγάλη Μάρθα», όπου σε πέντε σελίδες περνάει η ιστορία μιας ολόκληρης ζωής, μιας υιοθεσίας, μιας βαθιάς αγάπης πέρα από το «αίμα».
Χαρακτηριστικό μιας από τις «τεχνοτροπίες» του Βαλτινού είναι η σύνδεση ενός ιστορικού περιστατικού ή ενός τόπου με κάτι εντελώς προσωπικό, μια εικόνα, ένα φλας της μνήμης εντελώς αναπάντεχο, συχνά σεξουαλικής έξαψης ή ματαίωσης.
Στο τρίτο Τρίπτυχο δύσκολο να πει κανείς τι ενώνει τις τέσσερις ιστορίες που το συναπαρτίζουν. Ξεχωρίζουν τα «Φρειδερίκος Γιόχαν Δάινερ», πυκνό νοήματος μάθημα πατριδογνωσίας, και «Λιγνή μακρυπόδαρη Έβελυν», για την αναπάντεχη (καίτοι μας προϊδεάζει ο τίτλος) στροφή στο τέλος, που συνδέει το μονότοξο γιοφύρι της Πλάκας με την ερωτική έξαρση του θήλεος. «Τότε», είναι η λέξη που σφραγίζει αυτό το σύντομο διήγημα, χαρακτηριστικό μιας ακόμη από τις «τεχνοτροπίες» του Βαλτινού, τη σύνδεση ενός ιστορικού περιστατικού ή ενός τόπου –εδώ πρόκειται για το Γιοφύρι της Πλάκας και της συμφωνίας μεταξύ αντιμαχόμενων αντάρτικων ομάδων που πήρε το όνομά της από το εν λόγω γιοφύρι–, με κάτι εντελώς προσωπικό, μια εικόνα, ένα φλας της μνήμης εντελώς αναπάντεχο, συχνά σεξουαλικής έξαψης ή ματαίωσης.
Στο τέταρτο Τρίπτυχο θα ξεχωρίζαμε το σύνθετο κι αισθαντικό «Από ροζ γρανίτη», στο οποίο ο τάφος στη Μεγάλη Πυραμίδα γίνεται χώρος παρολίγον ερωτικής συνεύρεσης, και βέβαια το εξαιρετικό «Κώστας και Μαρίνα», μια ιστορία για τη μετανάστευση στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, για το πώς οι άνθρωποι έχασαν τους λογαριασμούς τους και ο ένας τον άλλον στην προσπάθειά τους να «πετύχουν» το όνειρο μιας καλύτερης ζωής – την οποία, πάντως, εξασφάλισαν για τις επερχόμενες γενιές. Ένα διήγημα σε πρώτο πρόσωπο, βαθύ και τίμιο, γεμάτο ανθρωπιά, χαρακτηριστικό της μαστοριάς του Βαλτινού, με πικρό και συγκινητικό τέλος. «Χθες ήταν που όργωνε τα βουνά;» λέει ο Κώστας κοιτώντας την μεστωμένη Μαρίνα του, που έχει αναστήσει τα πέντε παιδιά τους ολομόναχη, ενόσω εκείνος βολόδερνε πουλώντας σουβλάκια στην Αμερική.
Το πέμπτο και τελευταίο Τρίπτυχο διακρίνεται, μπορεί κανείς να πει, για τα διαυγή πορτρέτα ανθρώπων. Η Β., στο «Αγαπημένε μου Μάστορα», που γράφει «με υγρά μάτια» μια επιστολή στον εραστή της στην Ελλάδα, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκφράζοντας νοσταλγία για τις ιδιωτικές τους στιγμές στο καθηλωτικό υστερόγραφο. Ο «Κλαρίτης», η ιστορία ενός νέου που αναγκάστηκε να βγει στο βουνό ως «κλέφτης» και το τραγικό κι αναπόφευκτο τέλος του. Αντίστοιχα, στο «Και τώρα εγώ» που ακολουθεί έχουμε διαδοχικά μίνι πορτρέτα των ανθρώπων μιας οικογένειας. Το αγόρι που ερωτεύτηκε η μάνα του αφηγητή, και το οποίο «θυσίασε» για να παντρευτεί τον πατέρα του, επιστρέφει στην θαυμάσια καταληκτική φράση, ως εικαζόμενος ψυχοπομπός.
Δημόσιος εξευτελισμός Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τον Ιούλιο του 1942,
στην πλατεία Ελευθερίας.
|
Το τελευταίο διήγημα, αυτό που χάρισε τον τίτλο του στη συλλογή, είναι η ιστορία της διάσωσης μιας ομάδας Εβραίων της Θεσσαλονίκης από κατοίκους του χωριού Γλώσσα Σκοπέλου, έτσι όπως τη διηγείται η Νίνα, που τότε ήταν μικρό κορίτσι. Η ιστορία ξεκινά με ένα μνημόσυνο. «Είχαν ανάψει κεριά όλοι τους, αλλά δεν έκαναν το σταυρό τους». Δεκαπέντε μέλη τριών οικογενειών –Λεών, Καμχή και Μόλχο– έχουν έρθει στο νησί να τιμήσουν τους δικούς τους, αυτούς που σώθηκαν κι αυτούς που χάθηκαν. Το διήγημα ξεκινά ως τριτοπρόσωπη αφήγηση, εστιασμένη ελαφρά από την πλευρά της Νίνας, και συνεχίζει ως πρωτοπρόσωπη αφήγηση από την ίδια, μέχρι το τέλος, μέσα από τις μνήμες της μα κυρίως μέσα από αυτά που της έχουν διηγηθεί οι μεγαλύτεροι.
Ο 30χρονος, τότε, Γιώργος Μητζελιώτης κίνησε από τη Σκόπελο για Θεσσαλονίκη με νοικιασμένο καΐκι, έχοντας λάβει κρυπτογραφημένη έκκληση σε βοήθεια –«επείγουσα ανάγκη ελέου»– από τον Ζακ Λεών, ιδιοκτήτη σαπωνοποιίας, τον οποίο ο Γιώργος προμήθευε με λάδι. Το παιχνίδισμα του τίτλου με τη σκόπιμη σύγχυση ανάμεσα στο έλαιο και το έλεος είναι μονάχα ένα από τα πολλά «καλούδια» που προσφέρει αυτό το διήγημα στον αναγνώστη που θα θελήσει να τα καταδεχτεί. Μάθημα συμπύκνωσης, ελεγχόμενης συγκίνησης, ιστορικής μαρτυρίας αλλά και κατασκευής. Διήγημα που πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, τώρα που έχουμε πλέον αρχίσει να μιλάμε ανοιχτά για τον τρομακτικό αφανισμό σχεδόν ολόκληρης της κοινότητας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης –μια από τις μεγαλύτερες, τότε, στην Ευρώπη–, που ξεκληρίστηκε στη σιωπή και στη σιωπή παρέμεινε για σχεδόν πενήντα χρόνια, έως ότου νεότεροι ιστορικοί και οι λογοτέχνες αρχίσουν να σκαλίζουν τις ιστορίες τους.
Αποτελεί ζωντανό μέτρο για νέους και παλιότερους συγγραφείς.
Εν κατακλείδι: Συγκεντρώνοντας διηγήματα, μικρά και μεγαλύτερα, που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια, ο Θανάσης Βαλτινός, στα 84 χρόνια του, εξακολουθεί να αποτελεί ζωντανό μέτρο για νέους και παλιότερους συγγραφείς, διδάσκοντας –πέρα απ’ όλα τ’ άλλα– συγγραφικό ήθος. Τα βιβλία του, αν και δεν προτιμούνται από το κοινό που αναζητά ανώδυνες συγκινήσεις, θα συνεχίσουν να διαβάζονται, να σχολιάζονται και να μελετούνται, γιατί συνομιλούν με τον μεγάλο χρόνο της ζωής και της λογοτεχνίας.
______________________