«Αμοργός», Νίκου Γκάτσου
Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’ ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων
Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.
Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’ αυγά τους
Και τόνε κλαίνε κι αυτές
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι
Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.
Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.
Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.
Πετάτε τους νεκρούς είπ’ ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...
Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.
O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’ Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Πηγή υλικού
Νίκος Γκάτσος, Αμοργός, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1997
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
______________
|
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
σελίδες της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα" συντάκτες: Αγαθή Γρίβα-Αλεξοπούλου, Πάνος Αϊβαλής, Πόπη Βερνάρδου, Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη,
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016
«Αμοργός», Νίκου Γκάτσου
Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΓΕΝΙΑΣ.
Written by Γ. Π. ΚΟΛΛΙΑΣ
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1926 στο Ναύπλιο.
Η πλούσια βιβλιοθήκη του ιερέα παππού του συνέβαλε σημαντικά στα πρώτα παιδικά του χρόνια στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Το 1944 εντάσσεται στην Ε.Π.Ο.Ν. Ναυπλίου στο τμήμα διαφώτισης.
To 1945 εισάγεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Τον Ιούνιο του 1946 γλιτώνει από σύλληψη και εκτέλεσή του από την
Οργάνωση Χ και την επόμενη χρονιά εξορίζεται στην Ικαρία για πέντε μήνες.
Το 1951 υπηρετεί τη θητεία του στη Μακρόνησο και το 1953 εξορίζεται πάλι, στη Μακρόνησο. Νοσηλεύτηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου απαλλάχθηκε από την στρατιωτική θητεία χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας, για λόγους υγείας.
Αρχίζει να συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύοντας ποιήματα και άλλα πεζά κείμενα, όπως τα Αθηναϊκά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης, Νέα Εστία, Ευθύνη, Σύνορο, Διαγώνιος. Το 1961 βραβεύεται με το Β' Κρατικό Βραβείο ποίησης και το 1962 με Α΄ Βραβείο ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα.
Τον Μάιο του 1967 συλλαμβάνεται για δηλώσεις που έκανε σε βάρος του Παττακού.
Το διάστημα 1983-1984 και το 1986 εργάζεται στο Γ' Πρόγραμμα τηςΕ.Ρ.Α. κάνοντας εκπομπές για την λογοτεχνία. Το 1988 βραβεύεται με το Κρατικό Λογοτεχνικό βραβείο ποίησης. Αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας (καρδιολογικά, διάγνωση καρκίνου).
Πεθαίνει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990 στο Νοσοκομείο Υγεία.
ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
Το 1944-1945 πραγματοποιεί την πρώτη δημοσίευση ποιήματός του στο περιοδικό της Ε.Π.Ο.Ν. Νέα Γενιά. Το 1949 δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Σίμων ο Κυρηναίος» στο περιοδικό «Ο αιώνας μας», ενώ το 1953 την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο«Η επιστροφή του Χριστού».
Η ποίηση του Καρούζου έχει χαρακτηρισθεί ως φιλοσοφική, θρησκευτική, μυστική, μα δεν είναι τόσο η μεταφυσική διάσταση που τη διακρίνει, αλλά «μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν».
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποιητικές συλλογές
- Επιστροφή του Χριστού, Αθήνα, 1953
- Νέες Δοκιμές, Αθήνα, 1954
- Σημείο, 1955
- Είκοσι ποιήματα, Αθήνα, 1955
- Διάλογοι, 1956
- Ποιήματα, 1961
- Η Έλαφος των άστρων, 1962
- Ο Υπνόσακος, εκδ. Ζαρβάνος, 1964
- Πενθήματα, Αθήνα, 1969
- Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971
- Χορταριασμένα χάσματα, εκδ. Εγνατία, 1974
- Απόγονος της νύχτας, εκδ. Πολυπλάνο, 1978
- Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, εκδ. Εγνατία, 1979, εκδ. Ερατώ, 1986
- Ο ζήλος του μη σχετικού με παροράματα, εκδ. Πολυπλάνο, 1980
- Μονολεκτισμοί και ολιγόλεκτα, εκδ. Εξάντας, 1980
- Φαρέτριον, εκδ. Ύψιλον, 1981
- Αναμνηστική λήθη, εκδ. Γοργώ, 1982
- Αντισεισμικός τάφος, εκδ. Εστία, 1984
- Συντήρηση ανελκυστήρων, εκδ. Καστανιώτης, 1986
- Νεολιθηκή νυχτωδία στην Κροστάνδη, εκδ. Απόπειρα, 1987
- Ερυθρογράφος, εκδ. Απόπειρα, 1988
- Λογική μεγάλου σχήματος, εκδ. Ερατώ, 1989
- Ευρέσεις από Κυανό κοβάλτιο, εκδ. Ίκαρος, 1991
- Θρίαμβος χρόνου, εκδ Απόπειρα, 1997
- Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα, ( φιλολογική επιμέλεια Μαρία Αρμυρά. Εκδόσεις Ίκαρος)
Πεζά-δοκίμια
- Μεταφυσικές εντυπώσεις απ΄ τη ζωή ως το θέατρο, εκδ. Άψινθος, 1966
- Περί ζωγράφων, εκδ. Galerie Titanium, 1988
- Πεζά κείμενα, εκδ. Ίκαρος, 1997
ΕΝΑΣ ΠΡΩΗΝ ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ….
… σε παλιό καφενείο της Αλεξάνδρας, μιλούσε για έναν εκλεκτό θαμώνα-ποιητή που έγραφε με μανία σε χαρτοπετσέτες, πακέτα από τσιγάρα, αποδείξεις, και τέλος πάντων σε όποιο χαρτί βρισκόταν πρόχειρο μπροστά του. Άλλα τα έσκιζε, άλλα του έδινε να τα πετάξει ή του τα χάριζε. Έγραφε, έσκιζε, πέταγε, χάριζε... Κι ο σερβιτόρος σιχτίριζε τον εαυτό του που δεν είχε τη θεία πρόνοια να τα κρατήσει. Ο ποιητής δεν ήταν άλλος από τον Νίκο Καρούζο.
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ
Εζούσα τις πιο βαθιές μου λεπτομέρειες
καθώς αργά ο έρμος
διανύω την κόλαση
περιμένοντας καρπούς απ' τα ψέματα πάλι
την όσφρηση του βίαιου μυαλού μου κι ο θάνατος
αχολογούσε άρωμα μητέρας
βόσκοντας έρωτα στην αναισθησία
των άστρων ανεπαίσχυντα.
Λοιπόν η άβυσσος ο καταπιώνας που δεν κοπάζει.
Δικό μου είναι αυτό το βιβλίο η δάκνουσα λαλιά
κι η ανάγνωση.
Δεν έχω κανένα δικαίωμα στην ευτυχία.
ΕΝΑ VIDEO
ΠΗΓΕΣ: https://el.wikipedia.org, www.lifo.gr
Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - Έξι χρόνια στο Παρίσι
(1918 - 1924) Αυτά ήταν τα χρόνια του Παρισιού. Έξι γεμάτα χρόνια. Το ελληνικό φοιτητικό περιοδικό “Βωμός” ήταν ένα ελληνικό αγκυροβόλιο μέσα στη φορτωμένη γαλλική κουλτούρα μέρα μου. Μια διάλεξη για τον Ζαν Μορεάς καθώς μετάφραση από Eluard και Verlaine με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης.
Ελληνικό καφενείο - Νεαρός που αναπολεί πίνοντας τσίπουρο
Βόλτες στα μπιστρό και στις ανηφοριές της Μονμάρτρης. Τότε το αψέντι σερβίρονταν σε όλα τα καφέ. Δεν είναι παραισθησιογόνο όπως νομίζουν πολλοί. Λίγο σου ανεβάζει τη διάθεση - με μια μυρωδιά πολύ έντονη γλυκάνισου. Οι σπουδές στη νομική ανιαρές όπως και η βροχή που συνέχεια έπεφτε στο τζάμι μου.
Βόλτες στα παλαιοπωλεία - ειδικά στα είδη κιγκαλερίας - έψαχνα από τότε για ένα ρόπτρο - κάτι σαν εκείνο που είχαμε στο σπίτι μας στη Σμύρνη, στα Βουρλά. Θα το στερέωνα στην πόρτα του φοιτητικού μου δωματίου. Θα ‘ταν ωραίο στολίδι αλλά και πρακτικό γιατί στο δωμάτιο μου στην πανσιόν, δεν είχε κουδούνι και οι γάλλοι φίλοι μου με ξεκούφαιναν με τις φωνές τους σαν μου χτυπούσαν - όπως σήμερα που ήρθε η παρέα: Allo Georges leve toi! Il y a du soleil aujourd'hui, on va se promener au bois de Luxembourg!
Μετά από χρόνια πολλά, ξανά στο Παρίσι με τη Μαρώ. Σα να μην είχε περάσει ο καιρός. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει και οι Γάλλοι το ίδιο φωνακλάδες και καλοφαγάδες. Και τότε η βροχή έπεφτε στα τζάμια όπου και να βρισκόμασταν. Πλήξη να την κόβεις με το μαχαίρι.
________________
Γιώργος Σεφέρης - Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄: Α΄έκδοση Αλεξάνδρεια 1944
Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄: Α΄έκδοση Αλεξάνδρεια 1944 Λιθογραφείο Δ. Βαφειάδη που αναπαράγει λιθογραφικά αυτόγραφο και ιδιόχειρη εικονογράφηση -
Πουλήθηκε στην Αθήνα, σε δημοπρασία της 23 Ιουνίου 2016, έναντι 4.484 e.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)