Assimakopoulos Ioannis
“Εμείς / Εχτίσαμε όλα τα σπίτια / του κόσμου. Όμως / δεν έχουμε σπίτι./
“Δεν έχω άλλο φως από την αγάπη /
ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΑΣ ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ.
ΝΑ ΤΑ ΧΙΛΙΑΣΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ 103 ΧΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΑΚΜΑΙΟΤΑΤΟΣ...
ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΟΜΑΣΤΕ...
ΑΓΩΝΑΣ. Αγώνας είναι η ζωή / ενάντια / στις σφραγισμένες πόρτες / στην ανέλπιδη αναμονή / στο χέρι / που σφίγγει το χέρι που λείπει / Αγώνας είναι πάντα η ζωή / ενάντια στο φόβο / στους δημαγωγούς / στους κλέφτες / στη μονόφθαλμη δικαιοσύνη / στους θανάτους απ’ την πείνα / και στους άδειους λόγους των πολιτικών / Αγώνας είναι η ζωή / Ώσπου μια μέρα η οργή / Nα γίνει ποταμός / και στην ορμή του επάνω / να την καθαρίσει από τους ρύπους της / όπως ο Αλφειός την κόπρο του Αυγεία.
(ΡΑΘΥΜΕΣ ΩΡΕΣ)
“Εμείς / Εχτίσαμε όλα τα σπίτια / του κόσμου. Όμως / δεν έχουμε σπίτι./
Εμείς / Εσπείραμε όλα τα χωράφια / της γης. Όμως / δεν έχουμε ψωμί./
Εμείς / Εσκοτωθήκαμε σε όλους τους πολέμους /
Όμως δεν έχουμε πατρίδα./ Που πάμε;/ Η πληγωμένη γη στενάζει /
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα /Αλλά εμείς είμαστε η γη /
από τότε που υπάρχουμε./ Εμείς / τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας /
ο ένας του αλλουνού /Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα /
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια”.
“...εμείς σ’ αυτή τη γη μας σπείραμε/ τα πιο μεγάλα όνειρα./
“...εμείς σ’ αυτή τη γη μας σπείραμε/ τα πιο μεγάλα όνειρα./
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε/ κι έσπειρε την ερήμωση;/
ποιος άναψε την πυρκαγιά/ και καίγεται ο πλανήτης;/
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε/ το φοβερό κουμπί του ολέθρού/
Κι ούθε στραφούμε/ οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας”
“Δεν έχω άλλο φως από την αγάπη /
δεν έχω άλλη φωτιά από την αγάπη/
Δεν έχω άλλο τραγούδι από την αγάπη”
Το μεγάλο ποτάμι - Γυρεύοντας τον έρωτα, / γυρεύοντας την άνοιξη, /
γυρεύοντας τη γεύση /του ψωμιού,/ γυρεύοντας την ειρήνη/
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια/ γυρεύοντας την τέλεια μορφή, /
γυρεύοντας τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή /
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας /
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε / τη ζωή με τ’ όνειρο /
Κι οδεύοντας μέσα στη νύχτα / φτάσαμε στα σύνορα της νύχτας. /
Κι αρμενίζοντας / σ’ ατελείωτους πόντους φτάσαμε /
στα σύνορα του θανάτου. /
Και τώρα /έρμαια της ανάμνησης /
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά /και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε /
το σύνορο που δεν περάσαμε / και ζητάμε βοήθεια. /
Απλώνουμε τα χέρια στους φονιάδες μας /και ζητάμε βοήθεια. /
Η φωνή μας χάνεται. / Κανένα αφτί δε βρίσκεται / να την περιμαζέψει. /
Βαλαντωμένοι /γέρνουμε στην πλώρη. / Βαλαντωμένοι /
γέρνουμε στην κουπαστή. / Πλέουμε στο αίμα /
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο: / Έλα ύπνε και πάρε μας. /
Πλέουμε στο αίμα / ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο: /
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες /τον πλέριο πόνο. /
Πλέουμε στο αίμα /ζητιανεύοντας λίγο έλεος: /
Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί /
ν’ ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού /
ν’ ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας /
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός / της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες /
στη λευκότητα του χαρτιού / έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι /
την αγωνία τούτης της ώρας / που αθροίζοντας πόνο στον πόνο /
μαρτύριο στο μαρτύριο / σπαραγμό στο σπαραγμό /
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο / του εικοστού πρώτου αιώνα."
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ