~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
σελίδες της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα" συντάκτες: Αγαθή Γρίβα-Αλεξοπούλου, Πάνος Αϊβαλής, Πόπη Βερνάρδου, Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη,
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~

yfos

yfos
"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν' ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Μια λευκή γωνιά που "έκρυβε" καλλιτεχνικές ανησυχίες... στη νησιωτική Κορώνη Μεσσηνίας

     Περί Τέχνης ο λόγος     
     γράφει ο Πάρης Αϊβαλής      


Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν. 
Σιμωνίδης ο Κείος * 
μτφρ: η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλάει 


Είχα την ευκαιρία να βρεθώ τις τελευταίες μέρες τ’Αυγούστου στη νησιωτική Κορώνη Μεσσηνίας με τις αμμουδερές παραλίες της, τα σοκάκια δίπλα στη θάλασσα, τα σκαλιά που οδηγούν στο κάστρο με τις τόσες ομορφιές... Εκεί που περπάταγα σ' αυτά τα στενά... να! μια λευκή γωνιά που "έκρυβε" καλλιτεχνικές ανησυχίες... 


Περνάω την είσοδο και συναντώ την κυρία Μαρία Μαράντου με την εικαστική της έκθεση κι όχι μόνο... Λαχταριστές δίπλες, λουκουμάκια και άλλες νοστιμιές περίμεναν τον επισκέπτη. Τέρψη οφθαλμών, υπέροχες γεύσεις και ζεστασιά από ανθρώπους που σε κερδίζουν αμέσως. Από τα λίγα λεπτά που συνομίλησα τόσο με την κα Μαράντου όσο και με τον αξιαγάπητο σύζυγό της που στηρίζει το έργο της, καταλαβαίνεις ότι είσαι με αξιόλογους ανθρώπους, που ενώ ζουν μέσα σ' αυτόν τον κόσμο, ξεχωρίζουν! 

Η κα Μαράντου είχε καλλιτεχνικές τάσεις από παιδί, αλλά τα τελευταία χρόνια της κρίσης στη χώρα μας, αυτές οι τάσεις ήρθαν στην επιφάνεια και έγιναν διέξοδος στην προσωπική της ζωή. Όπως μου είπε: - Αφορμή (να ξεκινήσω) ήταν μια αγιογραφία σε μια φίλη μου. Από κείνη τη στιγμή πήγα στα σεμινάρια για να μάθω καλά την Τέχνη. Όταν είδα ότι αυτό που απέδωσα μου άρεσε, είπα να το δείξω και στους φίλους μου να μου πουν κι αυτοί τη γνώμη τους. 
Προς το παρόν έχω ενθουσιαστεί κι εγώ, γιατί έχω πάρει αρκετά επαινετικά σχόλια και δεν πίστευα, ότι έχω φθάσει σ' αυτό το σημείο, δηλαδή να αρέσει η δουλειά μου και στη ζωγραφική και την αγιογραφία. Αν μου πείτε να επιλέξω ποιο από τα δύο, δεν μπορώ να το κάνω, γιατί μ' αρέσουν και τα δύο. Στο μέλλον θα το καλλιεργήσω όσο μπορώ, για να φθάσω σε πιο μεγάλο επίπεδο, δηλαδή να είναι ενός καταξιωμένου ζωγράφου.
 Είμαι ερασιτέχνης, δεν το κάνω σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Θα στολίσω το σπίτι μου, των κοριτσιών μου, των εγγονών μου..., χόμπι δηλαδή. 
- Ερασιτέχνης με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, "εραστής της τέχνης"... 
Εκεί μας διέκοψαν και πέρασα στις πεντανόστιμες "δίπλες" της...   

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Βασίλης Κουνέλης "Νοματαίος" από τις εκδόσεις Ωκεανίδα

Έντυπη Έκδοση 

Κομματική μαθητεία

Εργο της Εριέττας Βορδώνη
Εργο της Εριέττας Βορδώνη


Βασίλης Κουνέλης
Νοματαίος
εκδόσεις Ωκεανίδα,
 σ. 328, ευρώ 14


Η λέξη του τίτλου, σύμφωνα με τα λεξικά, απαντάται μόνο στον πληθυντικό και συνιστά παράγωγο του νομάτοι, το οποίο και χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό των άλλων πτώσεων πλην της ονομαστικής. Η ετυμολόγηση του νομάτοι δείχνει οξύμωρη, αφού, ενώ προέρχεται από τη γενική πληθυντικού της λέξης όνομα, χαρακτηρίζει ομάδα ατόμων, των οποίων δεν προσδιορίζεται το όνομα. Πάντως, το νομάτοι ή και το νοματαίοι χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της φράσης «όλοι κι όλοι». Παλαιότερα, ήταν συνήθης έκφραση στις κομματικές οργανώσεις της Αριστεράς, κατά τις περιόδους που δυσπραγούσαν. Συνοψίζοντας την αποτυχία μιας συγκέντρωσης, έλεγαν «ήμασταν δυο-τρεις νοματαίοι» ή και «ένας νοματαίος». Τις ημέρες και τα έργα μιας παρόμοιας κομματικής οργάνωσης αφηγείται, μεταξύ πολλών άλλων, ο δεκαεξάχρονος Θοδωράκης Μπαντουβάκης, κεντρικός ήρωας στο πρώτο μυθιστόρημα του Βασίλη Κουνέλη. Πρόκειται για την ΕΚΟΝ «Ρήγας Φεραίος». Μπορεί η οργάνωση να μην ήταν καινούρια, όπως την αποκαλεί ο Θοδωράκης τον Σεπτέμβριο του 1978, ενθουσιασμένος για «την κομματική του ένταξη», έκανε, όμως, τότε ένα νέο ξεκίνημα, προσπαθώντας να ορθοποδήσει από την απόσχιση, κατά τη συνδιάσκεψη εκείνου του Μαρτίου, μιας μεγάλης ομάδας, της αποκαλούμενης μετά Β' Πανελλαδικής.

Ο Κουνέλης, ωστόσο, δεν γράφει πολιτικό μυθιστόρημα, τουλάχιστον με τη στενή έννοια του όρου. Δηλώνεται, άλλωστε, και με τον τίτλο του βιβλίου του, που δεν εστιάζει στο συλλογικό. Επιστρατεύει μια ιδιωματική χρήση της λέξης νοματαίοι στον ενικό, αναφερόμενη σε κάποιον που σηκώνει κεφάλι και ζητεί να γίνει κύριος του εαυτού του. Για τον δεκαεξάχρονο ήρωα, αυτό σημαίνει ότι κάνει την επανάστασή του. Στο πλαίσιο, βεβαίως, εκείνης της εποχής, όταν ακόμη και ένα τηλεφώνημα μπορούσε να συνιστά επαναστατική πράξη. Ιλαροτραγική είναι η σκηνή του πρώτου τηλεφωνήματός του σε μια κοπέλα από τη μαύρη συσκευή με το καντράν, σήμερα πλέον αντίκα, που είναι τοποθετημένη στο σαλόνι του σπιτιού. Το τηλεφώνημα γίνεται αναγκαστικά εις επήκοον όλης της οικογένειας και καθώς είναι αναμενόμενο, δεν απαντάει η κοπέλα, αλλά ο πατέρας της, που τυχαίνει οικογενειακός γνωστός και με τον οποίο διαμείβεται η στιχομυθία. Και μόνο με αυτή τη σκηνή, ο Κουνέλης περνάει τις εξετάσεις του πρωτοεμφανιζόμενου με υψηλό βαθμό.

Αυτό το πρώτο του βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα διάπλασης, όπου μέρος της αποτελεί η κομματική μαθητεία, καθώς σκιαγραφείται το μεταπολιτευτικό τοπίο, με τις νεολαίες, τις προφεστιβαλικές και φεστιβαλικές συγκεντρώσεις τους, τις διαγραφές και τις μετακινήσεις από νεολαία σε νεολαία. Κι όλα αυτά, όπως τα αντιλαμβάνεται ο Θοδωράκης της συγκεκριμένης αριστερής οργάνωσης. Αναφέρονται κάποιοι κομματικοί, παλαιότεροι και νεότεροι, με πρώτο τον καθοδηγητή του. Τα ονόματα παραλλάσσουν, αλλά για έναν στενότερο κύκλο αναγνωστών μένουν αναγνωρίσιμα. Παράδειγμα, εκείνος ο Παναγιώτης με τη φυσαρμόνικα, ο αλησμόνητος Πάσπας, στην έτοιμη να καταρρεύσει ταβέρνα του Γκύζη, όπου οι νεολαίοι έκαναν επαναστατικές ασκήσεις επί χάρτου. Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας δεν στοχεύει να παραταχθεί δίπλα στους «Ρηγάδες» και τους «Λαμπράκηδες», που, τελευταία, άρχισαν να εκδίδουν τις μαρτυρίες τους, διακόπτοντας την αποκλειστικότητα, που είχαν μέχρι τώρα πρόσωπα της ΕΑΜικής γενιάς. Δίνει, πάντως, ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο αφισοκόλλησης ειδικού τύπου. Πρόκειται για την ανάρτηση μιας κρεμαστής αφίσας, από εκείνες που λάνσαρε η νεολαία του «Ρήγα Φεραίου» και η οποία γνώρισε τόση επιτυχία, ώστε να καθιερωθεί γενικότερα.

Το καλύτερο, όμως, κεφάλαιο της κομματικής μαθητείας του δεκαεξάχρονου είναι εκείνο που ανασταίνει ένα από τα θρυλικά, σήμερα πλέον, Φεστιβάλ της νεολαίας στο Αλσος Νέας Σμύρνης. Τότε ήταν ακόμη ένα υπέροχο πάρκο, ασχέτως αν η επιλογή του γινόταν με κριτήριο τον έναν από τους δύο δημάρχους, που διέθετε η παράταξη. Οταν ο Σαββόπουλος, ο Νιόνιος της παρατημένης Νομικής, έπαιρνε κεφάλι, ως «μουσικό είδωλο πιο πέρα απ' τον Θοδωράκη», κατά την εκτίμηση τουλάχιστον του αφηγητή, που αποφεύγει να αναφέρει ότι ο μεγάλος συνθέτης μοιραζόταν εξ ημισείας στα δύο τμήματα της Αριστεράς, το ΚΚΕ και «την άλλη Αριστερά, που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης», όπως έλεγε ο ποιητής. Ολα αυτά ανιστορούνται όπως τα έζησε ο δεκαεξάχρονος, σταυροπόδι στην πίσω γωνία της μεγάλης εξέδρας δίπλα στα μόνιτορ, σφίγγοντας το χέρι της κοπέλας του, αφού στα πεύκα του Αλσους είχε, λίγο πριν, δοκιμάσει την ανταλλαγή των πρώτων θωπειών και ασπασμών.

Για να ακριβολογούμε, ο δεκαεξάχρονος Θοδωράκης δεν εντάσσεται στο Κόμμα, αλλά στη μαθητική οργάνωση Χαλανδρίου, όπου και κατοικεί. Το Χαλάνδρι αποδεικνύεται, τελικά, μια προνομιούχος συνοικία, τουλάχιστον όσον αφορά το πλήθος των επιφανών, που κατοικούσαν ή και εξακολουθούν να κατοικούν εκεί. Το 2005, ένας άλλος χαλανδριώτης συγγραφέας, ο Γιώργος Δενδρινός, εξέδωσε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, το Σάμαλι και κωκ, επικεντρωμένο στη γειτονιά του, στο Ανω Χαλάνδρι. Ο Κουνέλης αφιερώνει κι αυτός ένα μέρος του βιβλίου του στο Χαλάνδρι, τη γειτονιά του και το κέντρο της συνοικίας. Περιγράφει τον τρόπο που ζούσαν και διασκέδαζαν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Ο μικρόκοσμος, ωστόσο, που στήνει, είναι αρκετά αντιπροσωπευτικός για την Αθήνα εκείνης της εποχής. Επιπροσθέτως, αφού αφηγητής είναι ένας δεκαεξάχρονος, ο προνομιούχος χώρος δράσης γι' αυτόν είναι το σχολείο. Ενα σχολείο με τη βέργα του δασκάλου και τους μαθητές να εγκαλούνται για αλητεία, που σήμερα κρίνεται ως αυταρχικό.

Αν επρόκειτο για ένα βιβλίο του τύπου «μαρτυρίες», θα ήταν αναμενόμενες οι διδακτικών ή και καταγγελτικών τόνων παρεκβάσεις, όπως και οι σκηνές συναισθηματικής φόρτισης μέχρι και κάποια μακρηγορία. Θα ήταν, δηλαδή, δικαιολογημένη η διάθεση να ειπωθούν όλα, αφού ο καθένας ένα ή το πολύ δύο παρόμοια βιβλία εκδίδει. Ομως εδώ οι απαιτήσεις και οι όροι αλλάζουν. Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν απομνημονευματογράφο, ούτε καν με έναν περιστασιακό συγγραφέα, αλλά με κάποιον, όπως ο Κουνέλης, που δείχνει ότι ήρθε για να μείνει. Εξάλλου, αυτό συμβαίνει όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια. Διακεκριμένοι στον χώρο τους επιστήμονες κάνουν όψιμο ντεμπούτο και εδραιώνονται παράλληλα στον χώρο της λογοτεχνίας. Στο μυθιστόρημα ενός παρόμοιου συγγραφέα, οι ήρωες που πλάθει και οι καταστάσεις που στήνει, θα πρέπει να αρκούν. Η εκλογίκευση, με βάση τη σημερινή οπτική του, μπορεί να λειτουργεί υποστηρικτικά, καθώς θα έλεγε ως νομικός ο Κουνέλης, αλλά αποβαίνει βαρίδι στη μυθιστορηματική ροή.

Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος του βιβλίου δεν αφορά ούτε τις κομματικές οργανώσεις ούτε το Χαλάνδρι. Σχετίζεται με τον γενέθλιο τόπο του πατέρα του, στα ψηλά του Μαίναλου. Εκεί παρουσιάζονται οι χαρακτηριστικές μορφές της γιαγιάς Γιαννούς και του θείου Γιώργη, που αφηγούνται όσα έζησαν και τα οποία ο συγγραφέας κατορθώνει να τα αποδώσει πειστικά στο δικό τους ιδιόλεκτο. Πρόκειται για περιστατικά από την Αντίσταση, τη μεταβαρκιζιανή περίοδο και τον Εμφύλιο. Βρίσκουμε, όμως, κάπως ατυχή την ιδέα της στιχομυθίας θείου Γιώργη και δεκαεξάχρονου για ήρωες - αντάρτες, που, εν συνεχεία, μεταμορφώθηκαν σε μισητούς καταδότες. Μοιάζει σαν περιττό ψιμύθιο της αφήγησης, που θέλει να υποδηλώσει μια σημερινή ερμηνεία των ιστορικών συμβάντων.

Παψολύπη αποκαλεί το χωριό του πατέρα του ο αφηγητής. Πλασματικό όνομα, που φανερώνει τον παυσίλυπο τρόπο, με τον οποίο λειτουργεί γι' αυτόν η κάθε επιστροφή στον τόπο, πραγματική ή νοερή. Από τα στοιχεία που δίνονται, πρέπει να πρόκειται για τη Βλαχέρνα, με το κάστρο και τη μονή της Παναγιάς της Ελεούσας, δίπλα στο Μπεζενίκο. Εκεί περιγράφονται ένα κυνήγι στον κάμπο με τα τάχατες σφραγισμένα όπλα, που διακόπτει ο αγροφύλακας, το πανηγύρι της Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο, με τα όργανα να παίρνουν φωτιά, και μια εκταφή, μετά τη λειτουργία, στο νεκροταφείο. Ετσι, συμπληρώνεται ο κύκλος της ζωής, σύμφωνα με τις αλλοτινές παραδόσεις. Ενα παρελθόν, του οποίου, σήμερα πλέον, δεν επιδιώκουμε την κατανόηση, αλλά, κατά μια λέξη του συρμού, μόνο τη διαχείρισή του. *

__________________

Ειδήσεις