Από την Ανδρίτσαινα στην Αθήνα
Στη βιβλιοθήκη στην Ανδρίτσαινα βρίσκεται η ιδιόχειρη επιστολή του Νικολόπουλου που απευθύνεται στους «Ανδριτζανίτες, τους φίλους και αδελφούς και συμπατριώτες μυριοπόθητους».
Ο ίδιος σύλλογος δημιούργησε και το εργαστήριο συντήρησης των βιβλίων μέσα στον χώρο της βιβλιοθήκης, το οποίο λειτουργεί με την αποκλειστική χρηματοδότησή του.
Στο κέντρο της αίθουσας βρίσκεται η ιδιόχειρη επιστολή του Αγαθόφρονος Νικολόπουλου που απευθύνεται στους «Ανδριτζανίτες, τους φίλους και αδελφούς και συμπατριώτες μυριοπόθητους», με την οποία ο συλλέκτης ανακοίνωνε το 1838 στον τότε δήμαρχο Ανδρίτσαινας την πρόθεσή του να δωρίσει τη μεγάλη του συλλογή και να έρθει στον τόπο του πατέρα του για να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτή η μέρα όμως έμελλε να μην έρθει ποτέ. Ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος γεννήθηκε, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, το 1786 στη Σμύρνη όπου και έζησε τα νεανικά του χρόνια. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Ανδρίτσαινα, την οποία όμως εγκατέλειψε μετά τα Ορλωφικά. Από νωρίς φαίνεται η κλίση του Κωνσταντίνου για τα γράμματα και το 1804 ταξιδεύει στο Βουκουρέστι, κοιτίδα του παροικιακού ελληνισμού, για σπουδές και στα 20 του χρόνια καταφέρνει και δημιουργεί την πρώτη του συλλογή με 110 τίτλους. Δεν του φτάνει όμως το Βουκουρέστι και ονειρεύεται να πάει στην κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το Παρίσι. Αρχίζει μια αλληλογραφία με τον Κοραή παρακαλώντας να τον προσλάβει ως γραμματέα του για να σπουδάσει. Ο Κοραής αρνείται και ο νεαρός συλλέκτης πληρώνει τα ναύλα και φτάνει στο Παρίσι σχεδιάζοντας μια σύντομη παραμονή. Η ζωή, όμως, τα έφερε αλλιώς και η παραμονή του παρατείνεται για 35 χρόνια.
Στο Παρίσι η ζωή για τον Ελληνα συλλέκτη δεν είναι εύκολη, καθώς η δουλειά του στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Ακαδημίας του αποφέρει ένα πενιχρό εισόδημα που φτάνει για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του το ξοδεύει σε αγορές βιβλίων. Το 1813 φτάνει κοντά στον θάνατο, καθώς αρρωσταίνει από τις στερήσεις και το πένθος για τον θάνατο του πατέρα του. Ωστόσο, ανακτά τις δυνάμεις του και συνεχίζει να εμπλουτίζει τη συλλογή του και με ξενόγλωσσα σπάνια βιβλία που βρέθηκαν στο εμπόριο από τις δημεύσεις και εκποιήσεις περιουσιών Γάλλων αριστοκρατών και μοναστηριών. Στο διάστημα αυτό, ο Νικολόπουλος υπήρξε κριτικός, μουσικοσυνθέτης, κειμενογράφος, ιστοριοδίφης, ενώ με τα άρθρα του προσπαθεί να αφυπνίσει τον ελληνισμό και γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Παραμένει φτωχός, με κακή υγεία και παραμελεί την εμφάνιση του για χάρη των βιβλίων του.
Τα βιβλία του Αγαθόφρονος ταξίδεψαν στην Ελλάδα το 1840 και κατέληξαν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στην Ανδρίτσαινα. Εμειναν εκεί για 35 χρόνια μέχρι να κατασκευαστεί η βιβλιοθήκη.
Ο τέτανος
Το 1838 αποφασίζει να δωρίσει τη συλλογή του στη γενέτειρα του πατέρα του και γι’ αυτό επιθεωρεί, καθαρίζει και καταγράφει όλα τα βιβλία του υπογράφοντας στις ετικέτες τους με το ψευδώνυμό του, «Αγαθόφρων» Νικολόπουλος. Η αγάπη του για τα βιβλία, όμως, απέβη μοιραία. Το καλοκαίρι του 1841, ενώ έχει προετοιμάσει τη μεταφορά της συλλογής του στην Ανδρίτσαινα, τίναξε τη σκόνη από τα κιβώτια συσκευασίας και έκοψε το χέρι του βαθιά σε ένα μεταλλικό εξόγκωμα. Η πληγή, που σήμερα δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, μολύνθηκε, του προκάλεσε υψηλό πυρετό και πέθανε ύστερα από λίγες μέρες από τέτανο.
Τα βιβλία του Αγαθόφρονος ή τουλάχιστον ένα μέρος από αυτά (ο κατάλογός τους εξαφανίστηκε) ταξίδεψαν στην Ελλάδα το 1840 και αφού δεσμεύθηκαν μέχρι να πληρωθούν τα ναύλα τους στο λιμάνι του Ναυπλίου κατέληξαν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στην Ανδρίτσαινα. Εκεί έμειναν για 35 χρόνια μέχρι να κατασκευαστεί η βιβλιοθήκη όπου φυλάσσονται σήμερα μαζί με τη συλλογή Καλλιανιώτη και χειρόγραφα οπλαρχηγών της Επανάστασης του 1821. Ο Νικολόπουλος πέθανε μόνος, καθώς δεν είχε οικογένεια, τα «παιδιά» του όμως, τα πολύτιμα βιβλία του, θα τα γνωρίσουμε σε μια μεγάλη έκθεση στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
____________