Η φωτογραφία είναι από τη Νέδα
Διονύσης Καπερώνης
Ένα μικρό διήγημα του Γιώργη Καπερώνη από το βιβλίο του "Τα Τετράδια - Αληθινές ιστορίες της Αυλώνας": Ο Γέρος και τα ψάρια. Το παραθέτω για όσους έχουν υπομονή και ενδιαφέρον...
~~~~~~~~~~~~~
ΔΙΗΓΗΜΑ
O ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΨΑΡΙΑ
Ένας γέρος ζούσε και κατοικούσε μόνος στην όχθη του ποταμού Νέδα. Είχε φτιάξει μια καλύβα με ζιφάρες στην άκρη το ποτάμι και κοιμόταν εκεί χειμώνα καλοκαίρι. Ήταν ολομόναχος στον κόσμο. Η γυναίκα του είχε πεθάνει χρόνια και παιδιά δεν είχαν. Ήταν άκληροι. Είχε υιοθετήσει ένα αγόρι, αλλά όταν πέθανε η γυναίκα του, έφυγε και αυτό. Από τότε ο γέρος έμενε μόνος και ζούσε σαν ερημίτης. Σχεδόν κάθε μέρα έπαιρνε την αξίνα και πήγαινε για ψάρεμα.
Το ποτάμι δεν είχε πολύ νερό το καλοκαίρι και μόνο σε δυο τρία παρακλάδια έτρεχε λίγο νερό. Ο γέρος πήγαινε με την αξίνα, έσκαβε και γύριζε τα νερά από το ένα παρακλάδι στο άλλο, και περίμενε ώσπου να στερέψουν τα νερά να μαζέψει τα ψάρια. Μερικές φορές έπιανε αρκετά ψάρια, άλλες όμως όχι. Πολλές φορές αποκοιμιόταν στον ίσκιο κάτω από τον πλάτανο και ένα κοπάδι από άγρια πουλιά έπεφταν στο παρακλάδι και έτρωγαν τα ψάρια. Ο γέρος έλεγε τότε: "Δεν είμαι τυχερός, πιο άτυχος από μένα δε γίνεται". Δεν το ‘βαζε όμως κάτω. Συνέχιζε να σκάβει τα παρακλάδια, πότε το ένα και πότε το άλλο, και περίμενε να στερέψουν τα νερά από τις λίμνες, για να μαζέψει τα ψάρια.
Ήταν ένας άνθρωπος αδύνατος, με βαθιές ζάρες στο πρόσωπο και στο σβέρκο. Ήταν όμως εύχαρης γέρος και κάθε μέρα σχεδόν τραγουδούσε. Σήμερα πήγε ξανά για ψάρεμα. Έκοψε τα νερά από το ένα παρακλάδι και λέει: "Θα κάτσω δω μέχρι που να στερέψουν τα νερά για να μαζέψω τα ψάρια. Δε θ’ αποκοιμηθώ γιατί θα ‘ρθούνε κείνα τα καταραμένα πουλιά και θα μου φάνε τα ψάρια. Δεν ξέρω που το καταλαβαίνουνε και μαζεύονται ένα λεφούσι από δαύτα. Να ‘χα ένα δίκαννο θα τους έριχνα και θα σκότωνα μερικά από δαύτα, μπορεί να μην ερχόσαντε πια. Έλαμ’ όμως που δεν έχω. Θα κάτσω δω στον ίσκιο κάτω από τον πλάτανο, γιατί ο ήλιος με ζαλίζει γλέπεις, και θα περιμένω μέχρι να στερέψουν τα νερά από τις λιμνούλες, για να μαζέψω τα ψάρια". Και ξάπλωσε στον ίσκιο κάτω από τον πλάτανο. Δεν πέρασε όμως λίγη ώρα και ο γέρος αποκοιμήθηκε .
Όταν ξύπνησε, ήταν αργά. Το παρακλάδι είχε γεμίσει από χιλιάδες πουλιά. Τρέχει ο γέρος προς τα κει φωνάζοντας, αλλά όταν τον είδαν τα πουλιά, πέταξαν στον αέρα. "Το ‘πα γω", λέει ο γέρος, "δεν είμαι τυχερός". Κοιτούσε τα πουλιά που έκαναν κύκλους στον αέρα και λέει: "Τόσα πολλά που είναι θα μού ‘φαγαν καμιά εικοσαριά οκάδες". Έψαξε στο παρακλάδι μήπως βρει κάνα ψάρι, αλλά δε βρήκε. "Κρίμα", λέει, "θα ‘παιρνα ένα σωρό λεφτά από δαύτα και θα πέρναγα κάμποσο καιρό. Δεν πειράζει, όμως, να φάνε θέλουνε και κείνα, αλλιώς πως θα ζήσουνε. Εγώ ταχιά θα πιάσω άλλα ψάρια. Ας κουβαλήσω τώρα κανά ξύλο στην καλύβα να ντάχω για το χειμώνα. Μπήκε Νοέβρης, γλέπεις, και ο χειμώνας έρχεται. Κι άμα δεν έχεις ξύλα, θα πουντιάσεις από το κρύο". Και κουβάλησε μερικά ξύλα στον ώμο για την καλύβα.
Ήταν παραμονή τ’ Αη-Δημητριού και ο γέρος πήγε ξανά για ψάρεμα. Έκοψε το παρακλάδι και το έβαλε καπρίτσιο τούτη τη φορά να μην κοιμηθεί και του φάνε τα πουλιά τα ψάρια. Και το κατάφερε. Δεν κοιμήθη. Μάζεψε αρκετά ψάρια και σκέφτηκε να πάει στο χωριό, που ήταν μακριά πέντε χιλιόμετρα να τα πουλήσει.
Στη μέση του δρόμου καθόταν ο γερο-Σμυρνής με τη γυναίκα του. Είχαν νερόμυλο εκεί που αλέθουν κάπου κάπου οι χωριάτες. Ο γερο-Σμυρνής με τη γυναίκα του έμεναν εκεί χειμώνα καλοκαίρι. Δεν είχαν, βέβαια, και που αλλού να πάνε. Παιδιά δεν είχαν, ήταν άκληροι και αυτοί. Ο μύλος δεν είχε και πολλή δουλειά και ίσια που ψωμοζούσαν. Άλεθαν κάπου κάπου οι χωριάτες κάνα πλευρό κούκλα ή κριθάρι για τα ζωντανά τους. Σιτάρι άλεθαν πολύ λίγο.
Ο γέρος τοίμασε τα ψάρια, τα έβαλε σε ένα κοφίνι και ξεκίνησε για το χωριό. "Ας περάσω και από το μύλο", λέει, "μια και πα προς τα κει, να δω και το γερο-Σμυρνή με τη γυναίκα του τι κάνουν. Έχω πολύ καιρό να τους δω. Λε να τους δώκω και κανά ψαράκι να φάνε κι αυτοί οι δύστυχοι. Θα μου πεις πως κείνοι δεν είναι σαν και μένα. Το ξέρω. Κείνοι είναι δύο και έχουνε και το μύλο, ενώ εγώ είμαι μόνος και παντέρημος στον κόσμο. Αλλά πως να ντο κάμουμε, αντρώποι είμαστε και πρέπει να τηράει ο ένας τον άλλονε. Γέροι αντρώποι είναι και κείνοι γλέπεις και δουλεύουνε μέρα και νύχτα για να βγάλουνε ένα κομμάτι ψωμί. Γι’ αυτό πρέπει να πα".
Έφτασε ο γέρος στο μύλο και φώναξε της γρια-Σμυρνίνας: "Έλα", της λέει, "πάρε τούτα τα ψαράκια, να τα τηγανίσεις, να φάτε αποσπερού με το γέρο σου". Και της έδωσε μερικά ψάρια.
Τον παρακάλεσαν και οι δυο τους να κάτσει να φάνε μαζί και ο γέρος τους λέει:
- "Όχι, δε θα κάτσω, γιατί θέλω να πα στο χωριό να πουλήσω τα ψάρια, κι άμα ξεμπλέξω γλήγορα μπορεί να περάσω".
- "Χάιντε, και μεις θα σε περιμένουμε".
Πήγε ο γέρος στο χωριό και αφού πούλησε τα ψάρια γύρισε στο μύλο. Όταν τον είδε η γρια-Σμυρνίνα, κοσκίνισε μερικά κουκλάλευρα και έφτιαξε μια μπομπότα, ξεθραγκούνησε τη φωτιά και την έριξε κάτω. Τη σκέπασε με στάχτη και κάρβουνα και την άφησε να ψηθεί. Σε συνέχεια έφερε το τηγάνι να τηγανίσει τα ψάρια. Έβαλε και το σοφρά κοντά στη φωτιά και γύρω από το σοφρά τρία κουσιά για να καθίσουν να φάνε.
Όταν ψήθηκε η μπομπότα, την έβγαλε, τίναξε τη στάχτη που είχε κολλήσει πάνω, και τη δίπλωσε με ένα ρούχο. Έριξε τα ψάρια σε ένα πήλινο πιάτο και τα έβαλε στο σοφρά. Έκοψε και τη μπομπότα με τα χέρια της σε κομμάτια και έβαλε από δυο στον καθένα. Κάθισαν και οι τρεις κοντά στο σοφρά και άρχισαν να τρώνε.
- "Να ‘χαμε και λίγο κρασί να πίναμε", λέει η γρια-Σμυρνίνα, "αλλά δεν έχουμε".
- "Δεν πειράζει", λέει ο γέρος, "θα πιούμε νεράκι, που δε βλάφτει κιόλας".
Αφού απόφαγαν, συζήτησαν λίγη ώρα ακόμη και ο γέρος σηκώθη.
- "Τί, θα φύγεις;", του λέει ο γερο-Σμυρνής.
- "Ναι, θα φύγω".
- "Όχι, να μη φύγεις", του λέει η γρια-Σμυρνίνα. "βλέπω τον καιρό να χαλάει. Θα ‘χουμε βροχές αποσπερού. Πρωτύτερα, που λέτε, είδα τα γουρούνια να κυλιόνται, κι άμα κυλιόνται τα γουρούνια κάνει κακό καιρό. Το ‘χω βάλει παρατήργιο, αποσπερού θα χαλάσει ο κόσμος. Και ο κόκορας λάλησε και κείνος αποβραδίς, κακό σημάδι. Τα κοκόρια και τα γουρούνια δε γελιούνται. Ταχιά είναι τ’ Αη- Δημητριού, γλέπεις, και ο Αη-Δημήτρης καμία βολά ρίνει και χιόνι. Γι’ αυτό, σου λε, κάτσε δω αποσπερού και ταχιά φεύγεις".
Τον παρακάλεσε και ο γερο-Σμυρνής να κάτσει, αλλά ο γέρος δεν ήθελε.
- "Κάτσε που σου λε", του λέει η γρια-Σμυρνίνα. "Θα σου στρώσω κει πάνου στα φλίτσια και θα σου ρίξω και μπόλικα σκουτιά να κοιμηθείς καλά.
Ο γέρος, όμως, επέμενε να φύγει και σηκώθη.
- "Να πας στο καλό κάνεμ", του λένε και οι δύο, "και καλή ταχινή. Ο Άη-Δημήτρης θα σε φυλάει από κάθε κακό".
Ο γέρος, αφού τους ευχαρίστησε για την περιποίηση που του έκαναν, τους καληνύχτισε και έφυγε. Έφτασε στην καλύβα του και ξάπλωσε κάτω να κοιμηθεί. Μετά από λίγη ώρα, μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, και άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής.
Σε συνέχεια άρχισε να μπουμπουνίζει και να αστράφτει, χαλούσε ο κόσμος. "Ας μπάσω μερικά ξύλα στην καλύβα", λέει ο γέρος, "να ντα ‘χω την αυγή για τη φωτιά". Και έβαλε μερικά στην καλύβα. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο η βροχή δυνάμωνε. Το ποτάμι, από τα πολλά νερά που κατέβαζαν τα ρέματα, ξεχείλισε και σάρωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σηκώθη και ένας αέρας, μα τι αέρας, σίφουνας, που ήρθε ν’ αποτελειώσει ό,τι απόμειναν από τα νερά του ποταμού. Έσπαγε και ξερίζωνε δένδρα και κατέστρεφε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Άρπαξε και την καλύβα του γέρου και την εξαφάνισε. Το γέρο τον πέταξε με δύναμη στα σκίντα. Βροχή και αέρας συνέχισαν σχεδόν μέχρι το πρωί. Έγινε μεγάλη καταστροφή.
-"Ο Αη-Δημήτρης το ‘κανε το θάμα του, γριά", λέει ο γερο-Σμυρνής στη γυναίκα του. "Δεν άφηκε τίποτα αποσπερού, θα μας έκοψε και τη δέση, δε γλέπω να 'ρχεται νερό στο μυλαύλακο".
- "Κάμε το σταυρό σου, γέρο, που είμαστε ζωντανοί. Δε λες πως δε μας γκρέμισε και το μύλο, τι θα γινόμαστε; Το κοτέτσι μαζί με τις κότες και τον κόκορα τα εξαφάνισε, πάνε χαθήκανε. Ούτε φαίνεται πουθενά τίποτα.
-"Ο φουκαράς ο γέρος να ‘ναι τος ή μη ντο μπήρε το ποτάμι. Δε θέλησε ο δόλιος να κάτσει εδώ αποσπερού. Αν δε φανεί μέχρι το γιόμα, γριά, λε να πεταχτώ μια βόλτα μέχρι εκεί να δω".
- "Ναι, πρέπει να πας", του λέει η γριά του. "Πέρασε το γιόμα και ο γέρος δε φάνηκε ακόμα, γέρο, και, για να μη φανεί, κάτι κακό θα ντόνε βρήκε".
"Θα πεταχτώ μέχρι εκεί, γρια, της λέει ο γερο-Σμυρνής", και τράβηξε για την καλύβα του γέρου.
Την καλύβα δεν την βρήκε εκεί. Δε βρήκε όμως ούτε και τον γέρο. Άρχισε να φωνάζει, μήπως ήταν εκεί γύρω, αλλά απάντηση δεν πήρε. Πιο πέρα στα σκίντα βλέπει ένα μπουλούκι από άγρια πουλιά, και πήγε προς τα κει να δει. Εκεί βλέπει το γέρο πεσμένο ανάσκελα και να κοιτάει τον ουρανό. Μάτια, όμως, δεν είχε. Του τα ‘χαν βγάλει τα πουλιά.